περίτροχος

From LSJ
Revision as of 08:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτροχος Medium diacritics: περίτροχος Low diacritics: περίτροχος Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: perítrochos Transliteration B: peritrochos Transliteration C: peritrochos Beta Code: peri/troxos

English (LSJ)

ον A circular, of a star in a horse's forehead, π. ἠΰτε μήνη Il.23.455; of the sun or moon, A.R.3.1229, Tryph.518; of a hat, Call.Fr.124; of a round lake, π. ὕδασι λίμνη D.P.987. II neut.pl.as adverb, = περιτρόχαλα, περίτροχα κείρεσθαι Agath.1.3.

German (Pape)

[Seite 597] herumlaufend, daher rund, Il. 23, 455.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tourne tout autour ; circulaire, rond.
Étymologie: περιτρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

περίτροχος: -ον, κυκλοτερής, στρογγύλος, περιφερής, ἐπὶ σεληνοειδοῦς σήματος ἐπὶ τοῦ μετώπου ἵππου, Ἰλ. Ψ. 455· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1229, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ-.) 518· ἐπὶ πίλου, Καλλ. Ἀποσπ. 124. ΙΙ. παθ., περίτροχος ὕδασι λίμνη, «κυκλοτερὴς τοῖς ὕδασι» (παράφρασ.), Διον. Π. 987.

English (Autenrieth)

round, Il. 23.455†.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίτροχος, -ον, ΝΜΑ περιτρέχω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περίτροχο
σύσκευο από σχοινί με κόμπους που χρησιμοποιείται για την ανολκή του σχοινιού ή της αλυσίδας της άγκυρας
μσν.-αρχ.
1. κυκλοτερής, σφαιρικός (α. «ἐν δὲ μετώπῳ λευκόν σῆμ' ἐτέτυκτο περίτροχον ἠύτε μήνη», Ομ. Ιλ.
β. «περίτροχον φέγγος Ἠελίου», Απολλ. Ρόδ.)
2. φρ. «περίτροχα κείρομαι» — κόβω τα μαλλιά στο κάτω μέρος γύρω γύρω.

Greek Monotonic

περίτροχος: -ον, κυκλικός, στρογγυλός, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίτροχος -ον [περιτρέχω] rond.

Russian (Dvoretsky)

περίτροχος: бегущий кругом, описывающий круг, т. е. круглый (σῆμα Hom.).

Middle Liddell

περί-τροχος, ον,
circular, round, Il.