ποινῆτις

From LSJ
Revision as of 08:19, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποινῆτις Medium diacritics: ποινῆτις Low diacritics: ποινήτις Capitals: ΠΟΙΝΗΤΙΣ
Transliteration A: poinē̂tis Transliteration B: poinētis Transliteration C: poinitis Beta Code: poinh=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, avenging, AP7.745.5 (Antip. Sid.).

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f. de ποινητήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποινῆτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐκδικουμένη, τιμωροῦσα, Ἀνθ. Π. 7. 745.

Greek Monolingual

-ήτιδος, ἡ, Α
αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τις (πρβλ. κυβερνῆ-τις)].

Greek Monotonic

ποινῆτις: -ιδος, ἡ (ποινάω), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ποινῆτις: ῐδος ἡ карательница, мстительница (π. Ἐρινύς Anth.).

Middle Liddell

ποινῆτις, ιδος, ἡ, ποινάω
avenging, Anth.