πύλη

From LSJ
Revision as of 08:48, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύλη Medium diacritics: πύλη Low diacritics: πύλη Capitals: ΠΥΛΗ
Transliteration A: pýlē Transliteration B: pylē Transliteration C: pyli Beta Code: pu/lh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, prop. A one wing of a pair of double gates, ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέρην π. Hdt.3.156: mostly in plural, gates of a town (whereas θύρα = house-door), Σκαιαὶ π. Il.3.145, etc.; π. εὖ ἀραρυίας 7.339; πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας 12.454; πεπταμένας ἐν χερσὶ π. ἔχετε 21.531; ἄνεσάν τε π. καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας ib.537; π. ἀνοῖξαι A.Ag.604; π. κλῇσαι Pl.R.560c (the Art. is freq. omitted even in Prose): pl. of several gates, A.Th.125; ἐν πύλαις in or at the gates, ib.160,213 (both lyr.), al.; πρὸς πύλαις ib.377,457; ἐπὶ ταῖς πύλαισιν, οὗ τὸ τάριχος ὤνιον Ar.Eq.1247. 2 in Trag. sometimes of the house-door, δωμάτων πύλαι A.Ch.732, cf. 561; γυναικείους π. gate or door leading to the women's apartments, ib.878; πύλαις διπλαῖς ἐνήλατο S.OT1261; ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν Id.Ant.18: also in sg., ib.1186, El.818; of the door of a tent, Id.Aj.11; πύλης ἄναξ θυρωρέ Id.Fr.775. 3 πύλαι Ἀΐδαο the gates of the nether world, periphr.for hell, Il.5.646,9.312, Od.14.156; Ἅιδου πύλαι A.Ag.1291, cf. Ev.Matt.16.18, etc.; also σκότου πύλαι E.Hec.1; νερτέρων π. Id.Hipp.1447. 4 custom-house, PTeb.5.34 (ii B.C.); τετελώνηται διὰ πύλης has paid the customs, BGU1592(iii A.D.), etc.; τὸ σύμβολον τῆς ἱερᾶς Συηνιτικῆς π. PStrassb.79.10 (i B.C.); μισθωταὶ ἱερᾶς π. Σοήνης Ostr.106(ii A.D.), al., cf. Ostr.Bodl.v C 1 (ii A.D.), II generally, entrance, orifice, ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Emp.100.19; ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ath.4.169a; πύλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Pl.Smp.218b; ἡλίου πύλαι, Pythag. name for the eyes, D.L.8.29; portal fissure of the liver, π. καὶ δοχαὶ χολῆς E.El.828, cf. Hp.Epid. 2.4.1, Anat.1, Pl.Ti.71c, Arist.HA496b32, Gal.15.145; portal vein of the liver, Ruf.Onom.179, Gal.2.785,5.542. b pl., of the carceres in the circus, Aristid.1.124J. c metaph., πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν Pi.O.6.27; ἐπέων π. B.Fr.4; ἐν πύλαις γήρως D.C.57.24, cf. 76.7. 2 entrance into a country through mountains, pass, Hdt.5.52: hence, Πύλαι, αἱ, the common name for Θερμοπύλαι, the Gates of Greece, Id.7.201, etc.: of other passes, π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας X.An.1.4.4; αἱ Σύριαι π. ib.5; αἱ Κάσπιαι π. Str.11.12.1; π. Λύδιαι Id.13.1.65; Ἀμανίδες π. Id.14.5.18, 16.2.8 (αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Arr.An.2.7.1): these passes were sometimes really barred by gates, Hdt.7.176, cf. 3.117, 5.52, X. l.c.: the Isthmus is called πόντοιο πύλαι, Pi.N.10.27; Κορίνθου π. Id.O.9.86; αἱ π. τῆς Πελοποννήσου X.Ages.2.17; Πέλοπος νάσου θεόδματοι π. B.p.437 J. 3 of narrow straits, by which one enters a broad sea, Πύλαι Γαδειρίδες the Straits of Gibraltar, Pi.Fr.256; ἐπ' αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., of the Thracian Bosporus, A.Pr.729; ἐν πύλαις, of the Euripus, E.IA803.

German (Pape)

[Seite 817] ἡ, Thür, Thor der Stadt; Σκαιαὶ πύλαι, Il. 3, 145 u. oft; Δαρδάνιαι, 5, 798; des Lagers, πύλας ποιήσομεν εὖ ἀραρυίας, 7, 339; des Hauses u. Zimmers; bei Hom. u. Hes. nur im plur., wobei vielleicht an Flügelthüren zu denken ist; ἰθὺς σανίδων, αἵ ῥα πύλας εἴρυντο πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας, Il. 12, 454, vgl. 18, 275, ὑψηλαί τε πύλαι, σανίδες τ' ἐπὶ τῇς ἀραρυῖαι; vgl. noch πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετε, geöffnet, 21, 531; ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας, ib. 537; auch οὐρανοῦ, 5, 749; u. ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν, 9, 312 Od. 14, 156, d. i. wie der Tod; πύλας Ἀΐδαο περήσειν, Il. 5, 646, in's Reich der Todten eingehen werden; τὰν Ἀΐδαο πύλαν ἀραξεῖ, Theocr. 2, 160; Pind. οἰχθεισᾶν πυλᾶν, N. 1, 41, u. öfter, immer im plur.; auch übertr., πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν, Ol. 6, 27; Aesch. u. Eur. immer im plur., πύλας ἀνοῖξαι, Ag. 590, Spt. oft; Soph. auch im sing., Ai. 11, κλῇθρ' ἀνασπάστου πύλης χαλῶσα Ant. 1171, häufiger aber im plur.; auch in Prosa im sing., der eine von zwei Thürflügeln, ἑτέρην πύλην παρακλίνας, Her. 3, 156; κλῄσαντες τὰς τοῦ βασιλικοῦ πύλας, Plat. Rep. VIII, 560 e; – auch übertr., πύλας πάνυ μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε, Conv. 218 b; – ein Theil der Leber, Tim. 71 e; – Paß, im Gebirge, Her. 5, 52; Xen. An. 1, 4, 4; s. N. pr.; – überh. Oeffnung, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
A. n. comm. :
I. au sg. battant d'une porte, p. ext. porte;
II. αἱ πύλαι porte (d'une maison ou d'un palais, d'une tente, d'un camp, de tours, de fortifications, d'une ville) ; particul. à Troie les portes Scées (v. Σκαιαί);
III. p. ext. passage en gén. :
1 en parl. de désignation géograph. isthme, détroit, canal, écluse, défilé d'une montagne;
2 en parl. d'organes (un vaisseau du foie, etc.);
3 fig. πύλαι πολέμου PLUT portes de la guerre, etc.
B. noms de lieu : v. Πύλαι.
Étymologie: pê de la R. Πελ. agiter, pousser ; cf. lat. pello.

Greek (Liddell-Scott)

πύλη: [ῠ], ἡ, κυρίως τὸ ἕτερον ἐκ τῶν φύλλων διφύλλου πύλης, ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέραν πύλην Ἠρόδ. 3. 156˙ ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ πύλαι πόλεως, ἀντίθετον τῷ θύρα (οἰκίας θύρα), Σκαιαὶ πύλαι Ἰλ. Γ. 145, κτλ.· πύλας εὖ ἀραρυίας Η. 339˙ πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας Μ. 454˙ πεπταμένας ἐν χερσὶ πύλας ἔχετε Φ. 531˙ ἄνεσάν τε πύλας καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας Φ. 537˙ πύλας ἀναπιτνάμεν, ανοῖξαι Πινδ. Ο. 6. 45, Αἰσχύλ. Ἀγ. 604˙ κλῇσαι Πλάτ. Πολ. 560C· παρατηρητέον δὲ ὅτι τὸ ἄρθρ. συχνάκις καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἔτι παραλείπεται˙ - παρὰ Σοφ. ἐνίοτε καὶ καθ’ ἑνικόν, Ἀντ. 1186, Αἴ. 11, Ἠλ. 818, καὶ ὁ πληθ. ἐνίοτε κεῖται ἐπὶ πολλῶν πυλῶν, Αἰσχύλ. Θηβ. 125˙ - ἐν πύλαις, κατὰ τὰς πύλας, αὐτόθι 160, 213, κ. ἀλλ.˙ πρὸς πύλαις αὐτόθι 377, 457˙ - αἱ πύλαι τῆς πόλεως ἦτο τόπος ἔνθα κοινῶς συνήρχοντο πρὸς πωλήσεις καὶ ἀγοράς, κτλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1246. 2) παρὰ τοῖς Τραγ., ἐνίοτε λέγεται ἐπὶ τῆς θύρας οἰκίας, δωμάτων πύλαι Αισχύλ. Χο. 732, πρβλ. 561˙ γυναικείους π., τὴν θύραν τὴν ἄγουσαν εἰς τὸν γυναικῶνα, αὐτόθι 878˙ πύλαις διπλαῖς ἐνήλατο Σοφ. Ο. Τ. 1244˙ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 18˙ ἐπὶ τῆς θύρας σκηνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 11˙ οὕτως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1186˙ πύλης ἄναξ θυρωρὲ ὁ αὐτ. ἐν τῷ Φλωρεντιαν Ἐτυμολογ. ἐν Mélanges de litt. Gr. σ. 32 3) Ἀΐδαο πύλαι, περίφρ. ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, δηλ. τοῦ ᾅδου, Ἰλ. Ε. 646., Ι. 312, Ὀδ. Ξ. 150˙ Ἅιδου πύλαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1291, κτλ.˙ οὕτω, σκότου πύλαι Εὐρ. Ἑκ. 1˙ νερτέρων π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1447. ΙΙ. καθόλου, εἴσοδος, ἄνοιγμα, στόμιον, ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Ἐμπεδ. 361˙ ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ἀθήν. 169Α˙ πύλας τοῖς ὠσὶ ἐπιτίθεσθαι Πλάτ. Συμπ. 218Β˙ ἐπὶ τοῦ ἥπατος, π. καὶ δοχαὶ χολῆς, τὸ στόμιον τῆς χοληδόχου κύστεως, Εὐρ. Ἠλ. 828, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 71C, Ἀριστ. Π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 12. 2) ἡ εἴς τινα χώραν εἴσοδος διὰ μέσου ὀρέων, ὀρεινὴ διάβασις, Ἡρόδ. 5. 52˙ - ἐντεῦθεν, Πύλαι, αἱ, τὸ κοινὸν ὄνομα ἀντὶ τοῦ Θερμοπύλαι, ἡ παρὰ τὰ ὄρη εἴσοδος ἐκ Θεσσαλίας εἰς τὴν Λοκρίδα θεωρουμένη ὡς ἡ πύλη τῆς Ἑλλάδος, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 7. 176, 201˙ οὕτω, π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας, ἐπὶ τῆς μεταξὺ τῶν ὀρέων διόδου ἀπὸ τῆς Συρίας εἰς τὴν Κιλικίαν, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 4˙ αἱ Σύριαι π. αὐτόθι 5, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 52˙ ὡσαύτως, Κασπίαις πύλαις Στράβ. 520˙ πύλαι Λύδιαι ὁ αὐτ. 613˙ Ἀμανίδες π. ὁ αὐτ. 676, 571 (αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Ἀρρ. Ἀν. 2. 7)˙ - (ἐνίοτε δὲ αἱ δίοδοι αὖται καὶ πράγματι ἐκλείοντο διὰ πυλῶν, Ἡρόδ. 7. 176, πρβλ. 3. 117., 5. 52, Ξενοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.)˙ - οὕτως ὁ Ἰσθμὸς καλεῖται Πόντοιο πύλαι, Πινδ. Ν. 10. 50 ἢ Κορίνθου π., ὁ αὐτ. Ο 9. 129˙ ἢ αἱ π. τῆς Πελοποννήσου, Ξεν. Ἀγησ. 2. 17˙ ἢ Πέλοπος νάσου θεόδματοι πύλαι Βακχυλ. Ἀποσπ. 28 [7] Blass, ἴδε πυλωρὸς Ι. 3) ὡσαύτως ἐπὶ στενοῦ πορθμοῦ, δι’ οὖ τις εἰσέρχεται εἰς εὐρεῖαν θάλασσαν, Πύλαι Γαδειρίδες, ὁ πορθμὸς τοῦ Γιβραλτάρ, Πινδ. Ἀποσπ. 155˙ οὕτως, ἐπ’ αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., ἐπὶ τοῦ Θρᾳκικοῦ Βοσπόρου, Αἰσχύλ. Πρ. 729˙ ἐν πύλαις, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Εὐρ. Ι. Α. 803.

English (Autenrieth)

gate, gates, always pl., with reference to the two wings. Poetically Ἀίδᾶο (periphrasis for death), οὐρανοῦ, Ὀλύμπου, Ἠελίοιο, ὀνείρειαι, ὀνείρων, Od. 4.809, Od. 19.562, Ε, Od. 14.156.

Spanish

puerta

English (Strong)

apparently a primary word; a gate, i.e. the leaf or wing of a folding entrance (literally or figuratively): gate.

English (Thayer)

πύλης, ἡ (perhaps feminine of πόλος (cf. English pole i. e. axis) from the root πελῶ, to turn (Curtius, p. 715)), from Homer down; the Sept. very often for שַׁעַר, occasionally for דְּלֵת, sometimes for פֶּתַח; a gate (of the larger sort, in the wall either of a city or a palace; Thomas Magister (p. 292,4) πύλαι ἐπί τείχους. θύραι ἐπί οἰκίας): of a town, L T Tr WH; πύλαι ᾅδου, the gates of Hades (likened to a vast prison; hence, the 'keys' of Hades, κατισχύω); access or entrance into any state: R G T brackets Tr WH marginal reading, 14 R G L brackets T brackets Tr WH; R L marginal reading (On its omission see προβατικός.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. μεγάλη θύρα πόλης, ανακτόρου, φρουρίου, στρατοπέδου, στρατώνα, ναού ή άλλου μεγάλου οικοδομήματος
2. στενή δίοδος διά μέσου ορέων σε κάποιον τόπο
3. η είσοδος κτηρίου
4. φρ. «πύλαι Άδου»
α) οι θύρες από τις οποίες εισερχόταν κάποιος στον κάτω κόσμο
β) ο Άδης
νεοελλ.
1. ανατ. τμήμα ενός σπλάγχνου το οποίο γενικά εισέχει αποτελώντας το σημείο εισόδου τών αγγείων και τών νεύρων του οργάνου (α. «ηπατικές πύλες» β. «νεφρικές πύλες»)
2. φρ. α) «ωραία πύλη» ή «πύλη μεγάλη» ή «πύλαι μεγάλαι» ή «πύλη αργυρά» ή «πύλαι αργυραί» ή «βασιλική πύλη» ή «βασιλικαί πύλαι» ή «πύλη της Κιβωτού»
i) η μεσαία από τις τρεις πύλες με τις οποίες ο νάρθηκας, στον ναό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, συγκοινωνούσε με τον κυρίως ναό
ii) (σήμερα) η κεντρική πύλη που οδηγεί από τον κυρίως ναό στο Ιερό Βήμα από την οποία εισέρχονται μόνο οι ιερουργοί
β) «υψηλή πύλη»
i) (αρχικά) η είσοδος της σουλτανικής σκηνής
ii) (μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης) το σουλτανικό ανάκτορο
iii) (αργότερα) το τμήμα του ανακτόρου που στέγαζε το γραφείο του Μεγάλου Βεζύρη και τών υπηρεσιών του
iv) (από τον 18ο αιώνα ώς το 1923, όταν η πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους μεταφέρθηκε στην Άγκυρα) η κυβέρνηση του σουλτάνου
νεοελλ.-μσν.
η είσοδος του ουρανού, του παραδείσου κ.λπ. («ἡ πύλη τῆς πρὸς ἡμᾶς σου Κύριε συγκαταβάσεως», Μηναί.)
μσν.
επίθετο της Παναγίας
αρχ.
1. το ένα από τα δύο φύλλα δίφυλλης θύρας
2. (στον εν. και στον πληθ.) η είσοδος του τείχους πόλης
3. η είσοδος σκηνής
4. τελωνειακός σταθμός
5. δίοδος, άνοιγμα, στόμιο («ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς πύλας», Αθήν.)
6. αφετηρία σε ιπποδρόμιο
7. η πυλαία φλέβα
8. στον πληθ. αἱ πύλαι
α) τα θυρόφυλλα
β) μτφ. το σημείο από το οποίο εισέρχεται κάποιος κάπου, τα πρόθυρα («ἐν πύλαις γήρως», Δίων Κάσσ.)
γ) στενός πορθμόςΠύλαι Γαδειρίδες» — το στενό του Γιβραλτάρ, Πίνδ.)
9. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Θερμοπύλες
10. φρ. α) «Πόντοιο πύλαι» ή «Κορίνθου πύλαι» ή «πύλαι τῆς Πελοποννήσου» ή «Πέλοπος νάσου θεόδμαται πύλαι» — ο Ισθμός της Κορίνθου
β) «πύλαι καὶ δοχαὶ χολῆς» — το στόμιο της χοληδόχου κύστεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. του τεχνικού λεξιλογίου, πιθ. δάνειος, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και λ. μέγαρο)].

Greek Monotonic

πύλη: [ῠ], ἡ,
I. 1. το ένα φύλλο από το ζευγάρι φύλλων μιας δίφυλλης πόρτας, σε Ηρόδ.· κυρίως στον πληθ., οι πύλες της πόλης, αντίθ. προς το θύρα (η πόρτα του σπιτιού), σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
2. στους Τραγ., μερικές φορές λέγεται για την πόρτα του σπιτιού.
3. Ἀΐδαο πύλαι, περιφρ. για τον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. 1. γενικά, είσοδος, άνοιγμα, στόμιο, λέγεται για το συκώτι, π. καὶ δοχαὶ χολῆς, το στόμιο της χοληδόχου κύστης, σε Ευρ.
2. είσοδος στη χώρα μέσα από τα βουνά, ορεινή διάβαση, σε Ηρόδ.· ιδίως, Πύλαι, αἱ, το κοινό όνομα των Θερμοπυλών (Θερμοπύλαι), η είσοδος μέσα από τα βουνά από τη Θεσσαλία στη Λοκρίδα που θεωρείται η πύλη της Ελλάδας, στον ίδ.· ομοίως, λέγεται για το πέρασμα από τη Συρία στην Κιλικία, σε Ξεν. κ.λπ.
3. επίσης λέγεται για στενό πορθό μέσω του οποίου εισέρχεται κανείς στην ανοιχτή θάλασσα, στο πέλαγος, ἐπ' αὐταῖς λίμνης π., λέγεται για το Θρακικό Βόσπορο, σε Αισχύλ.· ἐν πύλαις, για τον Εύριπο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πύλη: (ῠ) ἡ
1) створка (двери или ворот): παρακλίνειν τὴν ἑτέρην πύλην Her. приоткрыть одну половину ворот;
2) преимущ. pl. ворота, врата Hom., Pind., Aesch., Plat., реже дверь Trag.: Ἀΐδαο πύλαι Hom., Ἃιδου πύλαι Aesch. etc., тж. σκότου или νερτέρων πύλαι Eur. врата Аида, т. е. подземное царство;
3) pl. вход, проход (λίμνης πύλαι Aesch.): πύλαι χολῆς Eur. желчный проток.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύλη -ης, ἡ deurvleugel; meestal plur. stadspoort. οἱ δ’ ἄνεσάν τε πύλας zij openden de poort Il. 21.537; ἥατο... ἐπὶ Σκαιῇσι πύλῃσι ze zaten bijeen bij de Scaeïsche poort Il. 3.149. huisdeur, poort:; κλῇθρ ( α )... πυλῆς χαλῶσα de grendel van de deur losmakend Soph. Ant. 1186; π. Ἀΐδαο de poort van Hades (onderwereld) Il. 5.646; σκότου π. poort van de duisternis Eur. Hec. 1; overdr.. τοῦ πολέμου π. de poorten van de oorlog Plut. Caes. 33.1. ingang, toegang:. πύλας πάνυ μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε sluit jullie oren af met heel grote deuren Plat. Smp. 218b; πυλαὶ καὶ δοχαὶ χολῆς leverpoort en galblaas Eur. El. 828. geogr. bergpas:; αἱ Πύλαι Thermopylae Hdt. 7.201; π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας bergpas tussen Cilicië en Syrië Xen. An. 1.4.4; zeestraat:; Κορίνθου π. straat van Korinthe Pind.; van de Euripus. Eur. IA 803.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: wing of a door, gate, mostly in plur. door, gate, especially of town-gates, gates of an camp a. the like (Il.); entrance, access, bottleneck etc., also as PlN (Pi., Emp., IA.).
Compounds: Several compp., e.g. πυλ-άρτης m. gate-closer, adjunct of Hades, also as PN (Hom.), to ἀρ- in ἀραρίσκω (s.v.) with univerbating τη-suffix (Bechtel Lex. s.v., Fraenkel Nom. ag. 1. 31 w. n. 2); πυλ-ωρός, ep. πυλα-ωρός, Hdt. πυλ-ουρός, H. πυλ-αυρός (Dor.), -ευρός (Ion.) gate-keeper, guard (Il.); on the comp.vowel and 2. member s. on ὁράω and Schwyzer 438, Leumann Hom. Wörter 223 n. 20: 2c, Chantraine Gramm. hom. 1, 161; ἑπτά-πυλος with seven gates (ep. lyr. Il.); PlN Θερμο-πύλαι pl. (Simon., Hdt. etc.); the Att. orator a.o. for it Πύλαι, cf. Risch IF 59, 267.
Derivatives: 1. Dimin. πυλ-ίς, -ίδος f. (IA.); 2. -ώματα pl. n. gate (A, E.; cf. Sommer Zum Zahlwort 9 n.1), formal enlargement (Chantraine Form. 186f.); 3. -εών (sp.), -ών (Arist., hell.). -(ε)ῶνος m. gate-space, gateway, gate-building; 4. Πυλ-ᾶτις, -ιδος f. belonging to Πύλαι (S. in lyr.), -αϊ̃τις, -ιδος f. belonging to a gate (Lyc. 356; for Πυλᾶτις?; cf. Redard 10 a. 212). 5. πυλαῖος belonging to a gate (late), belonging to Πύλαι (Demeter; Call.); PN Πύλαιος (Β842); Πυλαία, -ίη f. adjunct of the amphictyonian meeting in Πύλαι (IA.); from it Πυλαιασταί m. pl. prop. *"members of Πυλαία" (on the formation Fraenkel Nom. ag. 1, 175ff.; hardly correct Bechtel Dial. 2, 655), metaph. mountebank, liar (Phot., Suid.; Rhod. after H.); prob. also πυλαϊκός conjurer-like (late). 6. Denom. verb πυλ-όομαι, -όω to be(come) provided with gates (Ar., X.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As opposed to the inherited θύρα without etymology; so prob. technical LW [loanword] like many other expressions of architecture (e.g. μέγαρον; s. also Schwyzer 62). Vain attempts at interpretation in Bq (rejected). -- So prob. Pre-Greek.

Middle Liddell

πψ/λη, ἡ,
I. one wing of a pair of double gates, Hdt.: mostly in plural the gates of a town, opp. to θύρα (a house-door), Il., attic
2. in Trag., sometimes, of the house-door.
3. Ἀΐδαο πύλαι, periphr. for the nether world, hell, Hom., Aesch., etc.
II. generally, an entrance, of the liver, π. καὶ δοχαὶ χολῆς the orifice and receptacle of gall, Eur.
2. an entrance into a country through mountains, a mountain-pass, Hdt.: esp. Πύλαι, ῶν, αἱ, the common name for Θερμοπύλαι, the pass round the mountains from Thessaly to Locris, considered the gates of Greece, Hdt.; so, of the pass from Syria into Cilicia, Xen., etc.
3. also of narrow straits, by which one enters a broad sea, ἐπ' αὐταῖς λίμνης π., of the Thracian Bosporus, Aesch.; ἐν πύλαις, of the Euripus, Eur.

Frisk Etymology German

πύλη: {púlē}
Grammar: f.
Meaning: ‘Tür-, Torflügel', meist im Plur. Tor, Pforte, bes. vom Stadttore, Tore eines Lagers u. dgl. (seit Il.); Eingang, Zugang, Engpaß, auch als ON (Pi., Emp., ion. att.).
Composita: Mehrere Kompp., z.B. πυλάρτης m. Torschließer, Beiwort des Hades, auch als PN (Hom.), zu ἀρ- in ἀραρίσκω (s.d.) mit univerbierendem τη-Suffix (Bechtel Lex. s.v., Fraenkel Nom. ag. 1. 31m. A. 2); πυλωρός, ep. πυλαωρός, Hdt. πυλουρός, H. πυλαυρός (dor.), -ευρός (ion.) Torwart, Wächter (seit Il.); zum Komp.vokal und Hinterglied s. zu ὁράω und Schwyzer 438, Leumann Hom. Wörter 223 A. 20: 2c, Chantraine Gramm. hom. 1, 161; ἑπτάπυλος siebentorig (ep. lyr. seit Il.); ON Θερμοπύλαι pl. (Simon., Hdt. usw.); die att. Redner u.a. dafür Πύλαι, vgl. Risch IF 59, 267.
Derivative: Davon 1. das Demin. πυλίς, -ίδος f. (ion. att.); 2. -ώματα pl. n. Tor (A, E.; vgl. Sommer Zum Zahlwort 9A.1), formale Erweiterung (Chantraine Form. 186f.); 3. -εών (sp.), -ών (Arist., hell. u.sp.). -(ε)ῶνος m. Torraum, Torweg, Torgebäude; 4. Πυλᾶτις, -ιδος f. [[zu Πύλαι gehörig]] (S. in lyr.), -αϊ̃τις, -ιδος f. zum Tor gehörig (Lyk. 356; für Πυλᾶτις?; vgl. Redard 10 u. 212). 5. πυλαῖος zum Tor gehörig (sp.), [[zu Πύλαι gehörig]] (Deme- ter; Kall.); PN Πύλαιος (Β842); Πυλαία, -ίη f. Bew. der amphiktyonischen Versammlung in Πύλαι (ion. att.); davon Πυλαιασταί m. pl. eig. *"Mitglieder der Πυλαία" (zur Bild. Fraenkel Nom. ag. 1, 175ff.; kaum richtig Bechtel Dial. 2, 655), übertr. Marktschreier, Lügner (Phot., Suid.; rhod. nach H.); wohl auch πυλαϊκός gauklerisch (sp.). 6. Denom. Verb πυλόομαι, -όω ‘mit Toren versehen (werden)’ (Ar., X.).
Etymology: Im Gegensatz zur altererbten θύρα ohne Etymologie; somit wohl technisches LW wie viele andere Ausdrücke der Baukunst (z.B. μέγαρον; s. noch Schwyzer 62). Vergebliche Deutungsversuche bei Bq (abgelehnt). Pelasgische Etymologie bei v. Windekens Le Pél. 130f.
Page 2,623-624

Chinese

原文音譯:pÚlh 匹累
詞類次數:名詞(10)
原文字根:大門 相當於: (שַׁעַר‎)
字義溯源:大門*,城門,門,門口
同源字:1) (πύλη)大門 2)建築物的大門口參讀 (θύρα)同義字
出現次數:總共(10);太(4);路(1);徒(4);來(1)
譯字彙編
1) 門(6) 太7:13; 太7:13; 太7:14; 太16:18; 路7:12; 徒12:10;
2) 城門(3) 徒9:24; 徒16:13; 來13:12;
3) 門口(1) 徒3:10

English (Woodhouse)

gate

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)