σταδίη
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ἡ, v. στάδιος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
v. στάδιος.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰδίη: ἡ, ἴδε στάδιος.
English (Autenrieth)
see στάδιος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. στάδιος.
Greek Monotonic
στᾰδίη: ἡ, βλ. στάδιος.
Russian (Dvoretsky)
στᾰδίη: ἡ (sc. ὑσμίνη) рукопашный бой Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταδίη -ης, ἡ zie στάδιος.
Middle Liddell
στᾰδίη, ἡ, [v. στάδιος.]