φέρετρον
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
τό, (φέρω) bier, litter, frame, Plb.8.29.4; cf. φέρτρον.
German (Pape)
[Seite 1262] τό, Trage, Babre, Sänfte, Pol. 8, 31, 4, s. φέρτρον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
brancart, litière.
Étymologie: φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
φέρετρον: τό, νεκροφόρον κλινίδιον, ἢ φορεῖον, Λατ. feretrum, Πολύβ. 8. 31, 4· ― κατὰ συγκοπήν, φέρτρον Ἰλ. Σ. 236.
Greek Monotonic
φέρετρον: τό (φέρω), νεκροφόρα, φορείο, σε Πολύβ.· συνηρ. φέρτρον, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
φέρετρον: τό носилки Polyb.
Middle Liddell
φέρετρον, ου, τό, φέρω
a bier, litter, Polyb.:—contr. φέρτρον Il.