ἀλύσσω

From LSJ
Revision as of 11:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλύσσω Medium diacritics: ἀλύσσω Low diacritics: αλύσσω Capitals: ΑΛΥΣΣΩ
Transliteration A: alýssō Transliteration B: alyssō Transliteration C: alysso Beta Code: a)lu/ssw

English (LSJ)

fut. ἀλύξω, v. infr., (ἀλύω) to be uneasy, be restless, pres. only Il. 22.70 ἀλύσσω περὶ θυμῷ: fut., ἀλύξει τε καὶ ῥίψει ἑαυτήν will be restless... Hp. Mul.1.2: plpf. Pass., κραδίη ἀλάλυκτο φόβῳ = was disquieted, Q.S.14.24.

Spanish (DGE)

• Morfología: [plusperf. med. ἀλάλυκτο Q.S.14.24]
rabiar de perros ἀλύσσοντες περὶ θυμῷ Il.22.70
de pers. estar fuera de sí, enloquecido ἀλύξει τε καὶ ῥίφει ἑαυτήν Hp.Mul.1.2, cf. Gal.19.75, κραδίη ἀλάλυκτο φόβῳ Q.S.l.c., cf. Hsch.
• Etimología: Cf. ἀλύω.

German (Pape)

[Seite 111] Hom. einmal, Iliad. 22, 70 von Hunden, οἵ κ' ἐμὸν αἷμα πιόντες, ἀλύσσοντες περὶ θυμῷ, κείσοντ' ἐν προθύροισι; Scholl. Apoll. lex. Hom. 23, 19; nach Einigen = ἀδημονοῦντες, also verw. mit ἀλύω, ἀλεύω, ἀλύσκω, nach Anderen ἄγαν λυσσῶντες, sehr wüthend; jedenfalls bezieht sich ἀλύσσοντες nicht auf κείσονται, sondern auf πιόντες, in ihrer Wuth (oder Unruhe) trinken sie das Blut, dann liegen sie; – fut. ἀλύξει Hippocr., plusquampf. ἀλάλυκτο κραδίη Qu. Sm. 14, 24, das Herz war beunruhigt.

French (Bailly abrégé)

f. ἀλύξω;
1 être agité, inquiet;
2 être transporté de rage en parl. de chiens.
Étymologie: cf. ἀλύσκω et ἀλύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύσσω: (ἴδε ἐν λ. ἀλύω) εἶμαι ἀνήσυχος, εἶμαι ἐν θλίψει· ὁ ἐνεστ. μόνον ἐν Ἰλ. Χ. 70: ἀλύσσοντες περὶ θυμῷ· μέλλ. ἀλύξει τε καὶ ῥίψει ἑαυτήν, θὰ ἀνησυχήσῃ καὶ θά..., Ἱππ. 589, 51: ὑπερσυντ. παθ. ἀλάλυκτο, = εἶχεν ἀνησυχήσῃ, Κόϊντ. Σμ. 14. 24.

English (Autenrieth)

(ἀλύω): be frenzied, of dogs after tasting blood, Il. 22.70†.

Greek Monolingual

ἀλύσσω (Α)
είμαι ανήσυχος, δυσφορώ, έχω αγωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός που συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλύκη.

Greek Monotonic

ἀλύσσω: (ἀλύω), είμαι στεναχωρημένος, είμαι θλιμμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλύσσω: Hom. = ἀλύω.

Middle Liddell

ἀλύω
to be uneasy, be in distress, Il.