ἀμφίμαλλος
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ον, woolly on both sides, Pherecr. 1 D., Ael.VH3.40, Poll.7.57.
Spanish (DGE)
-ον
con pelo por ambas caras Pherecr.14A (cj.), χιτῶνες Ael.VH 3.40, cf. Poll.7.57, τάπητες op. ἑτερόμαλλος Str.5.1.12
•neutr. subst. τὸ ἀμφίμαλλον manto de lana peludo por ambas caras Varro LL 5.167.
German (Pape)
[Seite 141] auf beiden Seiten zottig, wollig, χιτῶνες Ael. V. H. 3, 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
laineux des deux côtés, qui enveloppe de laine.
Étymologie: ἀμφί, μαλλός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίμαλλος: -ον, ἀμφοτέρωθεν μαλλωτός, Αἰλ. Π. Ἱ. 3. 40, Πολυδ. 7. 57.
Greek Monolingual
ἀμφίμαλλος, -ον (Α)
(κυρίως για τάπητες και χιτώνες) ο μαλλωτός, ο δασύς κι από τις δύο όψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μαλλός «μαλλί»].