ἀναφράζομαι

From LSJ
Revision as of 12:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183

German (Pape)

[Seite 214] = wieder betrachten oder erkennen, Od. 19, 391 μή ἑ λαβοῦσα οὐλὴν ἀμφράσσαιτο.

French (Bailly abrégé)

ao. opt. sync. 3ᵉ sg. ἀμφράσσαιτο;
reconnaître.
Étymologie: ἀνά, φράζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφράζομαι: μέσ., ἐπιγινώσκω, ἀναγνωρίζω, μὴ .. οὐλὴν ἀμφράσσαιτο Ὀδ. Τ. 391· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρ’ Εὐναπ. σ. 67, «πρὸς πολλοὺς ἀναφράζων ἐν ἐπιστολαῖς», δηλ. ἐκτιθέμενος.

English (Autenrieth)

aor. opt. ἀμφράσσαιτο: remark again, recognize, Od. 19.391†.

Greek Monotonic

ἀναφράζομαι: Επικ. αορ. αʹ -εφρασσάμην — Μέσ., έχω επίγνωση κάποιου πράγματος, αντιλαμβάνομαι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφράζομαι: поэт. ἀμφράζομαι узнавать, замечать (τι Hom.).

Middle Liddell


Mid. to be ware of a thing, perceive, Od.