ἀναφράζομαι
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
German (Pape)
[Seite 214] = wieder betrachten oder erkennen, Od. 19, 391 μή ἑ λαβοῦσα οὐλὴν ἀμφράσσαιτο.
French (Bailly abrégé)
ao. opt. sync. 3ᵉ sg. ἀμφράσσαιτο;
reconnaître.
Étymologie: ἀνά, φράζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφράζομαι: μέσ., ἐπιγινώσκω, ἀναγνωρίζω, μὴ .. οὐλὴν ἀμφράσσαιτο Ὀδ. Τ. 391· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρ’ Εὐναπ. σ. 67, «πρὸς πολλοὺς ἀναφράζων ἐν ἐπιστολαῖς», δηλ. ἐκτιθέμενος.
English (Autenrieth)
aor. opt. ἀμφράσσαιτο: remark again, recognize, Od. 19.391†.
Greek Monotonic
ἀναφράζομαι: Επικ. αορ. αʹ -εφρασσάμην — Μέσ., έχω επίγνωση κάποιου πράγματος, αντιλαμβάνομαι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφράζομαι: поэт. ἀμφράζομαι узнавать, замечать (τι Hom.).