ἀπόλυσις

From LSJ
Revision as of 13:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόλῠσις Medium diacritics: ἀπόλυσις Low diacritics: απόλυσις Capitals: ΑΠΟΛΥΣΙΣ
Transliteration A: apólysis Transliteration B: apolysis Transliteration C: apolysis Beta Code: a)po/lusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A loosing, e.g. of a bandage or cord, Hp.Fract.10, Hero Aut.2.9. 2 release, deliverance, Pl.Cra.405b, Plb.33.1.5: c. gen., κατὰ τὴν ἀ. τοῦ θανὰτου as far as acquittal from a capital charge went, Hdt.6.136; . κακῶν θάνατος Plu.Arat.54; ἀ. πένθους end of mourning, OGI56.53 (Canopus). 3 getting rid of a disease, Hp.Coac.378, etc. 4 spell for releasing a divine being, PMag.Par.1.1056, al. II (from Pass.) separation, parting, Arist.GA718a14; τῆς ψυχῆς Id.R.479a22: abs., decease, death, Thphr.HP9.16.8, Lycon ap. D.L.5.71; ἀ. ποιεῖσθαι to take one's departure, of an army, Plb.3.69.10.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Grafía: graf. ἀπόλοι- PCair.Isidor.80.12 (III d.C.), 104.27 (III d.C.)
I acción de soltar o desatar ἀ. τῶν ὀθονίων cambio de vendajes Hp.Fract.10, σπάρτου Hero Aut.2.9.
II 1eyaculación del semen, Arist.GA 718a14.
2 liberación Pl.Cra.405b, de unos prisioneros, Plb.33.1.5, ταῖς ὁρμαῖς ἀπόλυσιν πορίζειν Plu.2.1045b, c. gen. obj. τοῦ θανάτου de la pena capital Hdt.6.136, πένθους OGI 56.53 (Canopo III a.C.), ἀ. κακῶν θάνατος Plu.Arat.54, προσκομμάτων Plu.2.1048c, ψυχῆς Ph.1.613, ἁμαρτημάτων καὶ παρανομημάτων Ph.2.244
medic. resolución e.e. curación de una enfermedad, Hp.Coac.378
milit. relevo, licenciamiento, PCair.Isidor.80.12 (III d.C.)
jur. renuncia, dejación μετὰ τῆς ἀπολοίσεώς μωυ ἥμισι (sic) μέρους PCair.Isidor.104.27 (III d.C.).
3 hechizo para liberar a un ser divino PMag.4.1056.
4 gram. τὸ κατ' ἀπόλλυσιν el (pronombre) absoluto A.D.Pron.46.17, 81.25, Adu.172.12.
III 1partida de un ejército εἰς τὴν ἑαυτῶν παρεμβολήν Plb.3.69.10, de un pueblo εἰς τὰ ἴδια hacia su patria LXX 3Ma.6.37.
2 fig. c. gen. ἀ. ψυχῆς muerte Arist.Iuu.479a22, tb. ἀ. τοῦ βίου Apollod.Hist.47, en lit. crist. τῶν λυχνικῶν ἀ. momento en que se apagan las velas Cyr.S.V.Sab.60 (p.161)
día final, octava de una festividad, Anon.Mirac.Thecl.33.2.

German (Pape)

[Seite 313] ἡ, die Ablösung, Befreiung, Plat. Crat. 405 b; Freisprechung, τοῦ θανάτου Her. 6, 136; νουσημάτων, das Nachlassen der Krankheiten, Hippocr.; Entlassung der Gefangenen, Pol. 33, 1; ἀπόλυσιν ποιεῖσθαι, weggehen, 5, 69 u. öfter. Vgl. ἀπολύειν.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
acquittement, action de se libérer.
Étymologie: ἀπολύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλῠσις: -εως, ἡ, λύσιμον, π.χ. ἐπιδέσμου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 759. 2) ἀπόλυσις, ἀπελευθέρωσις, ἀπολύτρωσις, Πλάτ. Κρατ. 405Β· μετὰ γεν., προσγενομένου δὲ τοῦ δήμου αὐτῷ κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου, ζημιώσαντος δὲ κτλ., βοηθήσαντος δὲ αὐτῷ τοῦ δήμου ὡς πρὸς τὴν ἀπαλλαγὴν αὐτοῦ ἐκ τῆς θανατικῆς ποινῆς, ἐπιβαλόντος δὲ πρόστιμον κτλ., Ἡρόδ. 6. 136· ἀπ. κακῶν θάνατος Πλουτ. Ἄρατ. 54. 3) ἀπαλλαγαὶ ἀπὸ ἀσθενείας, Ἱππ. 178C, κτλ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) ἀποχωρισμός, Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 1. 6, 4, κ. ἀλλ.· ἀναίσθητος ἡ τῆς ψυχῆς ἀπόλυσις γίνεται [τοῖς γέρουσι] παντελῶς ὁ αὐτὸς περὶ Ἁναπν 17. 8· καὶ ἀπολ., θάνατος, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 16, 8· ἀπ. ποιεῖσθαι, ἀπέρχεσθαι, Πολύβ. 3. 69, 10.

Greek Monotonic

ἀπόλῠσις: -εως, ἡ (ἀπολύω), απελευθέρωση, απολύτρωση, απαλλαγή, ανακούφιση από κάτι, με γεν., σε Πλούτ.· κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου, αθώωση, απαλαγή από τη θανατική ποινή, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόλῠσις: εως ἡ
1) освобождение, отпущение на свободу (sc. τῶν κατῃτιαμένων Polyb.);
2) освобождение, избавление (πόνων καὶ κακῶν Plut.): ἀ. τοῦ θανάτου Her. отмена смертного приговора;
3) разделение, отделение: ψυχῆς ἀ. Arst. кончина, смерть;
4) отбытие, уход, отъезд (κατὰ τὸν ἰσθμόν Polyb.).

Middle Liddell

ἀπολύω
release, deliverance from a thing, c. gen., Plut.; κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου so far as acquittal from a capital charge went, Hdt.

English (Woodhouse)

deliverance, freeing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)