ἐξουδενόω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
set at naught, LXXJd.9.38.
German (Pape)
[Seite 888] = ἐξουδενίζω, N. T., VLL.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ne faire aucun cas de, mépriser.
Étymologie: ἐξ, οὐδέν.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξουδενόω: ἐξευτελίζω, ἐκμηδενίζω, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Θ΄, 38, Α΄, Βασιλ. ΙΕ΄, 23, 26, Ψαλμ. ΙΔ΄, 4, Ἐκκλ. Θ΄, 16, κλ.), ἴδε Λοβέκκ. ἐν Φρυν. 182.
English (Strong)
from ἐκ and a derivative of the neuter of οὐδείς; to make utterly nothing of, i.e. despise: set at nought. See also ἐξουθενέω.
Greek Monotonic
ἐξουδενόω: μέλ. -ώσω (οὐδείς), αψηφώ, αγνοώ, περιφρονώ, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. ώσω οὐδείς
to set at naught, NTest.
Chinese
原文音譯:™xoudenÒw 誒克士-烏-得-挪哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-不-尚-一
字義溯源:視為全不重要,被人輕慢,輕慢,藐視;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(οὐδείς / οὐθείς)=毫無)及(εἷς)*=一個)組成;其中 (οὐδείς / οὐθείς)出自(οὐδέ)=也不),而 (οὐδέ)又由(οὐ)*=不)與(δέ)*=但)組成
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 被人輕慢(1) 可9:12