ὀνοματοποιέω

From LSJ
Revision as of 17:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτοποιέω Medium diacritics: ὀνοματοποιέω Low diacritics: ονοματοποιέω Capitals: ΟΝΟΜΑΤΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: onomatopoiéō Transliteration B: onomatopoieō Transliteration C: onomatopoieo Beta Code: o)nomatopoie/w

English (LSJ)

coin names, Arist. Cat.7a5, EN1108a18, Top.104b36, Phld.Mus.p.54 K., Ph.1.602, S.E. M.1.314, Gal.2.736.

German (Pape)

[Seite 349] Namen, Wörter machen, bilden, Arist. eth. 2, 7 Categ. 7 u. Folgende, bes. Gramm., nach einem Naturlaut ein Wort bilden, ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις S. Emp. adv. gramm. 314.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 former des noms;
2 former un mot par imitation d’un son naturel, par onomatopée.
Étymologie: ὄνομα, ποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰτοποιέω: ποιῶ, κατασκευάζω ὀνόματα, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 11, Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 11· σχηματίζω λέξεις κατὰ μίμησιν τῶν φυσικῶν ἤχων τῶν πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 10, 9· ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 314. ― Παθητ. πρκμ. ὠνοματοπεποίηται Εὐστ. 1382, 30 (ὀρθότ. ὠνοματοποίηται).

Greek Monotonic

ὀνομᾰτοποιέω: μέλ. -ήσω, δημιουργώ, πλάθω ονόματα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομᾰτοποιέω:
1) создавать имена, придумывать наименования Arst.;
2) создавать названия путем звукоподражания: ὀνοματοποιηθεῖσαι λέξεις Sext. звукоподражательные слова.

Middle Liddell

ὀνομᾰτο-ποιέω, fut. -ήσω
to coin names, Arist.