κατάλαλος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ὁ, slanderer, Ep. Rom.1.30, POxy.1828r.3.
German (Pape)
[Seite 1358] der Einem Böses nachredet, N. T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
médisant, calomniateur.
Étymologie: κατά, λαλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάλαλος -ου, ὁ [κατά, λάλος] kwaadspreker.
Russian (Dvoretsky)
κατάλᾰλος: ὁ клеветник NT.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλᾰλος: ὁ, ὁ συκοφάντης, ὁ ἐναντίον τινὸς ὁμιλῶν, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 30.
English (Strong)
from κατά and the base of λαλέω; talkative against, i.e. a slanderer: backbiter.
English (Thayer)
καταλαλου, ὁ, a defamer, evil speaker (A. V. back-biters): Hermas, sim. 6,5, 5 [ET]; also as adjective 8,7, 2 [ET]; 9,26, 7 [ET]).)
Greek Monolingual
κατάλαλος, ὁ (Α) καταλαλώ
αυτός που κατηγορεί, ο συκοφάντης.
Greek Monotonic
κατάλᾰλος: ὁ, συκοφάντης, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
κατά-λᾰλος, ὁ,
a slanderer, NTest.
Chinese
原文音譯:kat£laloj 卡他-拉羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:向下-說(者)
字義溯源:好說讒言的,造謠中傷的,誹謗人的,背後說人的;由 (κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,抵擋) 與 (ἀπολαλέω / λαλέω)*=說) 組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 背後說人的(1) 羅1:30