πετρήεις
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
εσσα, εν, A rocky, in Hom. always epithet of places, Αὐλίς, Πυθών, Καλυδών, Il.2.496,519,640; νῆσος Od.4.844; γλάφυ πετρῆεν Hes.Op.533. II haunting rocks, ἰουλίς AP7.504.5 (Leon.); ἠχώ APl.4.154 (Luc. or Arch.).
German (Pape)
[Seite 606] εσσα, εν, felsig, steinig, voll von Felsen od. von Steinen; bei Hom. stets Beiwort eines Landes, einer Insel, Αὖλις, Πυθών, Καλυδών, Il. 2, 496. 529. 640, νῆσος, Od. 4, 844; γλαφὺ πετρῆεν, Hes. O. 535; πετραέσσας Πυθῶνος, Pind. Ol. 6, 48; sp. D.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
plein de rochers, rocailleux.
Étymologie: πέτρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πετρήεις -ήεσσα -ῆεν, Dor. πετρᾱ́εις [πέτρα] rotsig, rotsachtig.
Russian (Dvoretsky)
πετρήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. πετράεις, άεσσα, ᾶεν
1) скалистый, утесистый, каменистый (Αὐλίς, Καλυδών, νῆσος Hom.);
2) выдолбленный в скале (γλάφυ Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
πετρήεις: εσσα, εν, (πέτρα) βραχώδης, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. χωρῶν, Αὐλίς, Πύθων, Καλυδὼν Ἰδ. Β. 496, 519, κτλ.· νῆσος Ὀδ. Δ. 844· γλάφυ πετρῆεν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 531.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: rocky.
Greek Monolingual
-εν Α
1. (για περιοχές) πετρώδης, βραχώδης
2. αυτός που ζει, που συχνάζει σε πετρώδη μέρη
3. εκείνος που αποτελείται από πέτρες («πετρήεντε... χιτῶνι», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις)].
Greek Monotonic
πετρήεις: -εσσα, -εν (πέτρα), πετρώδης, σε Όμηρ., Ησίοδ.