γραπτήρ
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, writer, AP6.66 (Paul. Sil.), Man.1.132 (pl.).
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
escritor καλάμοιο γραπτῆρες πιτυνοί Man.1.132, fig. ref. a un plomo para escribir AP 6.66 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 505] ῆρος, ὁ, der Schreiber, Maneth. 1, 132; μόλιβος Paul. Sil. 52 (VI, 66).
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
écrivain.
Étymologie: γράφω.
Russian (Dvoretsky)
γραπτήρ: ῆρος ὁ вычеркивающий, начертывающий (μόλιβος γ. κελεύθου Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γραπτήρ: ῆρος, ὁ, συγγραφεύς, γράφων, Μανέθ. 1. 132, Ἀνθ. Π. 6. 66.
Greek Monolingual
γραπτήρ, ο (Α) γράφω
ο συγγραφέας.
Greek Monotonic
γραπτήρ: -ῆρος, ὁ (γράφω), συγγραφέας, σε Ανθ.