δεκατηλόγος

From LSJ
Revision as of 12:39, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκᾰτηλόγος Medium diacritics: δεκατηλόγος Low diacritics: δεκατηλόγος Capitals: ΔΕΚΑΤΗΛΟΓΟΣ
Transliteration A: dekatēlógos Transliteration B: dekatēlogos Transliteration C: dekatilogos Beta Code: dekathlo/gos

English (LSJ)

, (λέγω) = δεκατευτής, D.23.177.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ perceptor del diezmo, recaudador del diezmo D.23.177, Poll.6.128, Hsch., Phot.δ 158
gener. recaudador de impuestos Polyaen.2.34, Basil.M.29.280B, Malch.1.18.

German (Pape)

[Seite 543] ὁ, der Zolleinnehmer, Dem. 23, 177.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
percepteur de la dîme.
Étymologie: δεκάτη, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

δεκᾰτηλόγος:сборщик десятины Dem.

Greek (Liddell-Scott)

δεκατηλόγος: ὁ, (λέγω) = δεκατευτής, Δημ. 679. 27.

Greek Monolingual

ο (AM δεκατηλόγος)
ο δεκατευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].

Greek Monotonic

δεκατηλόγος: ὁ (λέγω), αυτός που συλλέγει τη δεκάτη, τελώνης, σε Δημ.

Middle Liddell

λέγω
a tithe-collector, Dem.