δεκατηλόγος
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
ὁ, (λέγω) = δεκατευτής, D.23.177.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ perceptor del diezmo, recaudador del diezmo D.23.177, Poll.6.128, Hsch., Phot.δ 158
•gener. recaudador de impuestos Polyaen.2.34, Basil.M.29.280B, Malch.1.18.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, der Zolleinnehmer, Dem. 23, 177.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
percepteur de la dîme.
Étymologie: δεκάτη, λέγω².
Russian (Dvoretsky)
δεκᾰτηλόγος: ὁ сборщик десятины Dem.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατηλόγος: ὁ, (λέγω) = δεκατευτής, Δημ. 679. 27.
Greek Monolingual
ο (AM δεκατηλόγος)
ο δεκατευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + -λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»].
Greek Monotonic
δεκατηλόγος: ὁ (λέγω), αυτός που συλλέγει τη δεκάτη, τελώνης, σε Δημ.