δίνη
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
ἡ, A whirlpool, eddy, Il.21.213, A.Eu.559, E.Tr.210, Pl.Cra.439c, etc.: pl., Il. 21.353, Hes.Th.791, Hdt.2.28, etc.; ἐπὶ Κυανέας δ. CIG3797 (Chalcedon): generally, of the sea, Τυρσηνὶς δ. AP9.308 (Bianor). 2 of the rotating heaven, Emp.35.4; αἰθέρος δῖναι Id.115.11, cf. Pl.Phd. 99b, Arist.Cael.295a13, Ph.196a26. 3 whirlwind, Ar.Av.697; δῖναι νεφέλας E.Alc.244 (lyr.). 4 generally, circular motion, rotation, Ar.Av.1198; ἀτράκτου Pl.R.620e, cf. Epicur.Ep.2p.40U., al. 5 metaph., ἀνάγκης στερραῖς δ. A.Pr.1052 (anap.); τελεσφόροις δίναις κυκλούμενον κέαρ Id.Ag.997 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 631] ἡ (vgl. δίω), das Herumdrehen im Kreise, der Wirbel, bes. Wasserstrudel, gew. im plur.; bei Homer siebenmal, von Flüssen: Odyss. 6, 116 βαθείῃ δίνῃ; Iliad. 21, 213 βαθέης δίνης; vs. 239 δίνῃσι βαθείῃσιν μεγάλῃσιν; ohne adject. δίνῃσι vs. 132; δίνας vs. 11. 353; δίνης vs. 246. Daß das Wort im 21. Buche der Ilias sechsmal erscheint, sonst aber in der Ilias nicht, ist lediglich Zufall, wie z. B. Iliad. 14, 434 ἐυρρεῖος ποταμοῖο, Ξάνθου δινήεντος beweis't, s. δινήεις, ἀργυροδίνης, βαθυδίνης. – Hes. Th. 791; Eur. Or. 1310 u. öfter; im sing. Troad. 210, wie Aesch. Eum. 529; Plat. Crat. 439 c; Τυρσηνίς, das Meer selbst, Bian. 8 (IX, 308); übh. = Umschwung; ἀτράκτου δίνη Plat. Rep. X, 620 e; ἀνεμώκης Ar. Av. 697; οὐράνιαι Eur. Alc. 244, vom Wirbelwinde; übertr., ἀνάγκης στεῤῥαὶ δ. Aesch. Prom. 1054; vgl. Ag. 969.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. tourbillon :
1 tourbillon d'eau;
2 tourbillon de vent ; fig. tourbillon (du destin, du malheur);
II. tournoiement, mouvement de rotation.
Étymologie: R. Διν, tourner.
Russian (Dvoretsky)
δίνη: дор. δίνα (ῑ) ἡ
1) кружение, вращение (ἀνεμώκεις δῖναι Arph.; ἀτράκτου Plat.; πνεύματος Arst.): ἀνάγκης στερραὶ δῖναι Aesch. жестокие превратности судьбы;
2) преимущ. pl. водоворот, пучина Hom., Hes., Her., Eur., Plat., Arst.;
3) вихрь, смерч Eur., Plat., Plut.: τελεσφόροις δύναις κυκλούμενον κέαρ Aesch. сердце, волнуемое роковыми предчувствиями.
Greek (Liddell-Scott)
δίνη: [ῑ], ἡ, κυκλικὴ περιστροφή, στρόβιλος, ὑδατοστρόβιλος, Λατ. vortex, καθ’ ἑνικ., Ἰλ. Φ. 213, Αἰσχύλ. Εὐμ. 559, κτλ.· κατὰ πληθ., Ἰλ. Φ. 353, Ἡσ. Θ. 791, Ἡρόδ. 2. 28, κτλ.· ἐπὶ Κυανέας δ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3797· -δίνη ὠνομάσθη ὑπὸ τοῦ Ἐμπεδοκλέους ἡ τοῦ οὐρανοῦ περιστροφή, ἥτις ὑπετίθετο ὅτι διετήρει τὴν γῆν εἰς τὴν θέσιν αὐτῆς, Πλάτ. Φαίδ. 99Β, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 20 κἑξ.· πρβλ. δῖνος καὶ ἴδε Grote Πλάτ. 1. 42. 2) ἀνεμοστρόβιλος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 697· δῖναι νεφέλας Εὐρ. Ἀλκ. 244. 3) καθόλου, περιδίνησις, περιστροφὴ κυκλική, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1198· ἀτράκτου Πλάτ. Πολ. 620Ε. 4) μεταφ., ἀνάγκης στερραῖς δ. Αἰσχύλ. Πρ. 1052· δίναις κυκλούμενον κέαρ ὁ αὐτ. Ἀγ. 997.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η (AM δίνη)
1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας
2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη του πολέμου»)
νεοελλ.
1. η ανατάραξη της θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το μάτι της θάλασσας, η ρουφήχτρα
αρχ.
1. ανεμοστρόβιλος
2. γρήγορη περιστροφή, στροβιλισμός
3. (κατά τον Εμπεδοκλή) η περιστροφή του ουρανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχικό θ., που απαντά στους εκφραστικούς τύπους δίνη, δίνος, δινώ, είναι δί- παρεκτεταμένο με -ν- (πρβλ. και κλίνω, κλίνη). Ο ρηματικός τ. δινώ, όπως άλλωστε πιστοποιούν οι ποικίλοι τύποι του ενεστωτικού θέματος (πρβλ. δίνω, δίννω, δινάζω και το Ομηρικό παράλληλο δινεύω), δεν είναι μετονοματικό παράγωγο αλλά έρρινος ενεστώτας παρεκτεταμένος με -ω- (πρβλ. δῑ-νέF-ω: κῑνέF-ω, κ-ῑ-νυ-μαι). Η άποψη ότι το θ. δῑ- συνδέεται με το δίεμαι είναι μάλλον αβάσιμη τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά.
ΣΥΝΘ. αρχ. αιθεροδινής, αλιδινής, αλμυροδινής, αργυροδίνης, βαθυδίνης, βραδυδινής, εριδινής, ευδινής, ευρυδίνης, ηεροδίνης, καλλιδίνης, μελανδίνης, περιδινής, ποικιλοδίνης, πολυδινής, πορφυροδίνης, πυριδίνης, ταχυδινής, φρενοδινής.
Greek Monotonic
δίνη: [ῑ], ἡ,
1. κυκλική περιστροφή, στρόβιλος, υδατοστρόβιλος, Λατ. vortex, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. ανεμοστρόβιλος, σε Αριστοφ.
3. γενικά, περιστροφή, στροβιλισμός, περιδίνηση, στον ίδ., σε Πλάτ.· μεταφ., ἀνάγκης δίναι, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: whirlpool, eddy (Il.)
Dialectal forms: Myc. qe-qi-no-to /gʷegʷinotos/, qe-qi-no-me-no /gʷegʷinomenos/
Compounds: βαθυδίνης (Il.)
Derivatives: δινήεις, Dor. δινάεις, Aeol. διννάεις (Alc.) whirling (Il.); δῖνος m. id., also round vessel (Ion.-Att. etc.) with δινώδης eddying (D. C.) and δινωτός with δ., rounded, covered with circles (Hom.; δινόω only Eust.). - δινέω, aor. δινῆσαι etc., also δινεύω, (δίννηντες ptc. pl. Sapph. 1, 11; cf. below) tr. turn around, itr. id. (Il.) with δίνησις (Arist.), δίνημα (Man.), δίνευμα (conj. in Ar. Th. 122 and X. Eq. 3, 11; Orph.); - rare δινέμεν (Hes. Op. 598), δινομένην (Call.), ἀπο-δινωντι subj. thresh (Tab. Heracl.; uncertain; change to ἀποδιδῶντι?); Aeol. δίννω (Hdn.; Διννομένης Alc.), δινάζω (Artem. ap. Ath.). Perh. Δινών month name (when the corn is threshed).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Perhaps an old nasal present *δι-ν-έϜ-ω (cf. *κι-ν-έϜ-ω, κί-νυ-μαι) of which the nasal was generalized (cf. κλίνη: κλίνω). Aeol. δίνν- as in ξέννος (Schwyzer 228). Initial δι- has been compared with δίεμαι (s. v.), which Chantr. finds evident "ni pour la forme, ni pour le sens." - The Myc. forms would show an initial labiovelar, from which one would expect rather a labial. Could the form be Pre-Greek? (note that the word has in fact no etymology). Heubeck separates the Myc. forms (Cambridge Coll. Myc. Stud. 229-237).
Middle Liddell
δῑ́νη, ἡ, n
1. a whirlpool, eddy, Lat. vortex, Il., etc.
2. a whirlwind, Ar.
3. generally, a whirling, rotation, Ar., Plat.: metaph., ἀνάγκης δίναι Aesch.
Frisk Etymology German
δίνη: {dí̄nē}
Grammar: f.
Meaning: Wirbel, Strudel (seit Il.)
Derivative: mit δινήεις, dor. δινάεις, äol. διννάεις (Alk.) wirbelnd, strudelreich (poet. seit Il.); δῖνος m. ib., auch rundes Gefäß, runde Tenne (ion. att. usw.) mit δινώδης strudelreich (D. C., Plu.) und δινωτός ‘mit δ. versehen, gerundet, gedrechselt’ (Hom. u. a.; δινόω nur Eust.). — Neben δίνη, δῖνος steht ein primäres δινέω, Aor. δινῆσαι usw., auch δινεύω, (δίννηντες Ptz. pl. Sapph. 1, 11; vgl. unten) tr. herumwirbeln, itr. sich im Kreise herumdrehen (vorw. poet. seit Il.) mit den Nomina δίνησις (Arist. u. a.), δίνημα (Man.), δίνευμα (coni. in Ar. Th. 122 und X. Eq. 3, 11; Orph.); — vereinzelt δινέμεν (Hes. Op. 598), δινομένην (Kall.), ἀποδινωντι Konj. dreschen (Tab. Heracl.; unsicher; in ἀποδιδῶντι zu ändern?); äol. δίννω (Hdn.; Διννομένης Alk.), δινάζω (Artem. ap. Ath.).
Etymology: Wenn man, was gewiß möglich ist, ein altes Nasalpräsens *δινέϝω (vgl. *κι-νέϝω, κί̄-νυμαι und Schwyzer 696) ansetzt, ist der Nasal nicht nur in die übrigen Verbformen, sondern auch in die Nomina δίνη, δῖνος (vgl. κλίνη: κλίνω) eingedrungen. Äol. δίνν- ist wie ξέννος u. a. (Schwyzer 228) zu beurteilen. Das bei dieser Zerlegung übrigbleibende δι- läßt sich in δίεμαι (s. d.) wiederfinden. — Die auf den Pylostafeln gelesenen qe-qi-no-to, qe-qi-no-me-no (Bennett The Pylos Tablets 1955, Ta 642, 3; 707, 2 usw.) hat Ventris Eranos 53, 108 mit δινωτός verglichen; ein labiovelarer Ursprung des δ- dieser gesamten Wortgruppe (vgl. βίος usw., dazu Schwyzer 300) wäre indessen seltsam.
Page 1,395-396