δυσάλγητος
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ον, A hard to be borne, most painful, Eup. 410. II unfeeling, hard-hearted, S.OT12; δειλὸς ἢ δ. φρένας Id.Fr.952.
Spanish (DGE)
-ον
I 1muy doloroso, insoportable Eup.446.
2 insensible δ. γὰρ ἂν εἴην ... οὐ κατοικτίρων S.OT 12, c. ac. de rel. ἢ δειλός ἐστιν ἢ δ. φρένας S.Fr.952.
II adv. -ως con gran dolor Cyr.Al.M.77.701B.
German (Pape)
[Seite 675] 1) unempfindlich, Soph. O. R. 12. – 2) sehr schmerzlich, Eupolis bei Poll. 3, 130.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insensible.
Étymologie: δυσ-, ἀλγέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσάλγητος: бесчувственный, жестокосердный Soph.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάλγητος: -ον, λίαν ἀλγεινός, ὡς τὸ προηγ., ἢ κατὰ τὸν Meineke, ὃν εἶναι δύσκολον νὰ βλάψῃ τις, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 106. II. ἀναίσθητος, σκληροκάρδιος, ἀνάλγητος, Σοφ. Ο. Τ. 12· δειλὸς ἢ δυσάλγητος φρένας ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 689.
Greek Monolingual
δυσάλγητος, -ον (Α)
1. αυτός που προκαλεί σφοδρούς πόνους
2. αναίσθητος, σκληρόκαρδος.
Greek Monotonic
δυσάλγητος: -ον (ἀλγέω), αναίσθητος, σκληρόκαρδος, ανάλγητος, σε Σοφ.
Middle Liddell
δυσ-άλγητος, ον adj ἀλγέω
hard-hearted, Soph.