δυσπαραμύθητος

From LSJ
Revision as of 13:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαραμύθητος Medium diacritics: δυσπαραμύθητος Low diacritics: δυσπαραμύθητος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΜΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: dysparamýthētos Transliteration B: dysparamythētos Transliteration C: dysparamythitos Beta Code: dusparamu/qhtos

English (LSJ)

[μῡ], ον, A hard to appease, Pl.Ti.69d, Plu.Mar.45. II admitting no consolation, συμφορά, πάθος, J.AJ2.9.2, Poll.3.101.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de apaciguar θυμός Pl.Ti.69d, ἔρως Plu.Mar.45
difícil de mitigar ὀδύνη Gal.14.748.
2 que no admite consuelo, inconsolable συμφορά I.AI 2.208, πένθος IAE 36.13 (I d.C.), πάθος Poll.3.101.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu trösten, Plat. Tim. 69 d; schwer zu beruhigen, zu stillen, ἔρως Plut. Mar. 45; πάθος Poll. 3, 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à calmer (par des exhortations).
Étymologie: δυσ-, παραμυθέομαι.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαραμύθητος: (μῡ) с трудом поддающийся уговорам, не слушающий убеждения (θυμός Plat.; ἔρως τινός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαραμύθητος: -ον, δυσκολοπαρηγόρητος, Πλάτ. Τιμ. 69D, Πλούτ. Μαρ. 45.

Greek Monolingual

-η -ο (AM δυσπαραμύθητος, -ον)
αυτός που δύσκολα παρηγοριέται («δυσπαραμύθητον πάθος»)
αρχ.
αυτός που δύσκολα καθησυχάζει.

Greek Monotonic

δυσπαραμύθητος: -ον, αυτός που δύσκολα παρηγορείται, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-παραμύθητος, ον
hard to appease, Plut.