εὔποτμος

From LSJ
Revision as of 13:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔποτμος Medium diacritics: εὔποτμος Low diacritics: εύποτμος Capitals: ΕΥΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: eúpotmos Transliteration B: eupotmos Transliteration C: eypotmos Beta Code: eu)/potmos

English (LSJ)

ον, happy, prosperous, αἰών A.Ag.246 (lyr.); δύνασις -οτάτα μελέων S. Fr.568, cf. Plu.2.58d (Comp.); of trees, flourishing, Sever. ap. Orib. 9.17.2 (Comp.). Adv. -μως Epist.Anaximen. ap. D.L.2.4, Muson. Fr.17p.93H.

German (Pape)

[Seite 1090] mit glücklichem Loose, glücklich, αἰών Aesch. Ag. 237; superl., Soph. frg. 146; in Prosa nur Plut., εὐποτμότερος de adul. et am. discr. 23. – Adv. εὐπότμως, VLL.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
heureux;
Cp. εὐποτμότερος.
Étymologie: εὖ, πότμος.

Russian (Dvoretsky)

εὔποτμος: счастливый, блаженный (αἰών Aesch.; διά τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔποτμος: -ον, εὐτυχής, αἰών Αἰσχύλ. Ἀγ. 245· εὐποτμότατε Σοφ. Ἀποσπ. 146, πρβλ. Πλούτ. 2. 58D. - Ἐππίρρ. εὐπότμως, εὐτυχῶς, Μουσώνιος 176, Σουΐδ., Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

εὔποτμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλή τύχη, καλή μοίρα, ο ευτυχής
2. (για δέντρα) θαλερός, φουντωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πότμος.

Greek Monotonic

εὔποτμος: -ον, ευτυχισμένος, επιτυχημένος, ευημερών, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔ-ποτμος, ον
happy, prosperous, Aesch.