θάσσω
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
Ep. θᾰάσσω (q.v.), sit, sit idle, στρατὸς δὲ θάσσει E.Supp. 391; ἥσυχος θ. Id.Ba.622 (troch.); ἀμφὶ βωμόν Id.Rh.509; ἐπ' ἀκταῖς Id.Hec.36; τρίποδι ἐν χρυσέῳ Id.IT1253 (lyr.); πρὸς βάθροις Id.HF 715: c. acc. sedis, θάσσειν θρόνον S.OT161 (lyr.); θ. τρίποδα E.Ion91 (anap.); θ. δάπεδον Id.Andr.117 (lyr.): c. acc. cogn., θ. δυστήνους ἕδρας to sit in wretched posture, Id.HF1214, cf. Ar.Th.889. (θᾱσσω contr. fr. θαάσσω (θᾰϝᾰκyω, cf. θάβακος): v. θᾶκος, θοάζω.)
German (Pape)
[Seite 1188] sitzen, ruhen, vgl. oben das ep. θαάσσω; στρατὸς θάσσει Eur. Suppl. 408; ἐν τρίποδι I. T. 1253; – c. acc., ἃ κυκλόεντ' ἀγορᾶς θρόνον εὐκλέα θάσσει, sitzt auf dem ruhmvollen Throne, Soph. O. R. 161; τρίποδα Eur. Ion 91; ἄκραν Or. 861; ἕδρας Ar. Th. 889.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
être assis : θρόνον SOPH sur un trône ; demeurer immobile.
Étymologie: θᾶκος.
Russian (Dvoretsky)
θάσσω: эп. θαάσσω (только praes. и impf.) сидеть, восседать (θρόνον Soph.; τρίποδα и τρίποδι ἐν χρυσέῳ, δάπεδον, ἄκραν, ἀμφὶ βωμόν, πρὸς βάθροις, ἐπ᾽ ἀκταῖς Eur.; τὰς τυμβήρεις ἕδρας Arph.): θ. δυστήνους ἕδρας Eur. сидеть в немом отчаянии; στρατὸς θάσσει Eur. войско расположилось, т. е. прибыло.
Greek (Liddell-Scott)
θάσσω: Ἀττ. θαάσσω (ὃ ἴδε), κάθημαι, μένω ἄπρακτος, ἀργός, στρατὸς δὲ θάσσει Εὐρ. Ἱκέτ. 391· ἥσυχος θ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 622· ἀμφὶ βωμὸν ὁ αὐτ. Ρήσ. 509· ἐπ’ ἀκταῖς ὁ αὐτ. Ἑκ. 36, Ι. T. 1253· πρὸς βάθροις ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 715· - μετ’ αἰτ., θάσσειν θρόνον Σοφ. Ο. T. 161· θ. τρίποδα Εὐρ Ἴωνι 91· θ. δάπεδον ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 117· - θ. δυστήνους ἕδρας, κάθημαι ἐν σήματι δυστυχοῦς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1214, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 889· ἴδε θοάζω ΙΙ, θακέω.
Greek Monolingual
θάσσω, επικ. τ. θαάσσω (Α)
κάθομαι, ησυχάζω, μένω αργός, κάθομαι αδρανής (α. «στρατὸς δὲ θάσσει», Ευρ.
β. «θάσσω δυστήνους ἕδρας» — κάθομαι σαν δύστυχος, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαFακ-ψω < θάFακ-ος, απ' όπου και το θάκος].
Greek Monotonic
θάσσω: Επικ. θᾰάσσω,
1. κάθομαι, μένω άπρακτος, αδρανής· με αιτ. που δηλώνει στάση, θάσσειν, θρόνον, σε Σοφ., κ.λπ.· με σύστ. αιτ.·
2. δυστήνους ἕδρας, κάθομαι σε στάση δυστυχίας, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
θαάσσω Meaning: sit
See also: s. θᾶκος.
Middle Liddell
= θάασσω]
to sit, sit idle;— c. acc. sedis, θάσσειν θρόνον Soph., etc.; c. acc. cogn., θ. δυστήνους ἕδρας to sit in wretched posture, Eur.
Frisk Etymology German
θάσσω: θαάσσω
{thássō}
Meaning: sitzen
See also: s. θᾶκος.
Page 1,655