λινορραφής

From LSJ
Revision as of 13:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνορρᾰφής Medium diacritics: λινορραφής Low diacritics: λινορραφής Capitals: ΛΙΝΟΡΡΑΦΗΣ
Transliteration A: linorraphḗs Transliteration B: linorraphēs Transliteration C: linorrafis Beta Code: linorrafh/s

English (LSJ)

ές, (ῥάπτω) A sewn of flax, τυλεῖα S.Fr.468; λ. δόμος dub.sens. in A.Supp. 134 (lyr.). II making nets, ἁλιῆες Nonn.D.23.131.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fait de bandes de toile cousues ensemble.
Étymologie: λίνον, ῥάπτω.

Russian (Dvoretsky)

λῐνορρᾰφής: сшитый из льняной ткани (τυλεῖα Soph.): λ. δόμος Aesch. парусный дом, т. е. корабль.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνορρᾰφής: -ές, (ῥάπτω) ἐρραμμένος διὰ λίνου, τυλεῖον Σοφ. Ἀποσπ. 415c· λ. δόμος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 134, μένει ἀνερμήνευτον. ΙΙ. κατασκευάζων δίκτυα, Νόνν. Δ. 23. 121.

Greek Monolingual

λινορραφής, -ές (Α)
1. ραμμένος με νήμα από λινάρι
2. αυτός ο οποίος κατασκευάζει δίχτια («λινορραφεῑς ἁλιῆες», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ραφής (< θ. ραφ-, πρβλ. ραφ-ή), πρβλ. δολορραφής, πολυρραφής].