μελλώ
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
οῦς, ἡ, poet. for μέλλησις, A.Ag.1356.
German (Pape)
[Seite 127] οῦς, ἡ, = μέλλησις, das Zaudern, τῆς μελλοῦς κλέος πέδον πατοῦντες, Aesch. Ag. 1356.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
c. μέλλησις.
Russian (Dvoretsky)
μελλώ: οῦς ἡ задержка, отсрочка, тж. напрасная трата времени Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
μελλώ: -οῦς, ἡ, ποιητ. ἀντὶ μέλλησις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1356· πρβλ. δοκώ.
Greek Monolingual
μελλώ, -οῦς, ἡ (Α)
βραδύτητα, αργοπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. < μέλλω + κατάλ. -ώ (πρβλ. λεχ-ώ)].
Greek Monotonic
μελλώ: -οῦς, ἡ, ποιητ. αντί μέλλησις, σε Αισχύλ.