μονομάχος

From LSJ
Revision as of 14:44, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομάχος Medium diacritics: μονομάχος Low diacritics: μονομάχος Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: monomáchos Transliteration B: monomachos Transliteration C: monomachos Beta Code: monoma/xos

English (LSJ)

ον, (< μάχομαι) fighting in single combat, μ. προστάται A. Th. 798; μονομάχον ἐπὶ φρέν' ἠλθέτην E. Ph. 1300 (lyr.); μονομάχου δι' ἀσπίδος, i.e. in single combat, Id. Heracl. 819; μονομάχῳ δορί Id. Ph. 1325; μονομάχου πάλης ἀγῶνα Ar. Fr. 558. μονομάχος, ὁ, gladiator, freq. in plural, Str. 5.1.7, Nic.Dam. 78 J., J. AJ 14.10.6, IG 7.106.7 (Megara), OGI 533.5 (Galatia, i AD), Arr. Epict. 3.16.4, Luc. Demon. 57, Hdn. 1.15.8, etc.

German (Pape)

[Seite 204] einzeln kämpfend, allein, einen Zweikampf bestehend; Aesch. Spt. 780; δόρυ, ἀσπίς, Eur. Phoen. 1335 Heracl. 819; auch gladiator, Luc. Demon. 57; Hdn.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui combat seul à seul, en combat singulier;
2μονομάχος gladiateur à Rome.
Étymologie: μόνος, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

μονομάχος: (ᾰ) сражающийся один на один, участвующий в единоборстве (προστάται Aesch.): μονομάχον ἐπὶ φρέν᾽ ἐλθεῖν Eur. придумать единоборство; μονομάχῳ δορί или μονομάχου δι᾽ ἀσπίδος Eur. в единоборстве.
II ὁ единоборец, (у римлян) борец, гладиатор (лат. gladiator) Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μονομάχος: [ᾰ], -ον, (μάχομαι) ὁ μόνος πρὸς μόνον μαχόμενος, μ. προστάται Αἰσχύλ. Θήβ. 798· μονομάχον ἐπὶ φρεν’ ἠλθέτην Εὐρ. Φοίν. 1300· μονομάχου δι’ ἀσπίδος, δηλ. ἐν μονομαχίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 819· μονομάχῳ δορὶ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1325· μονομάχου πάλης ἀγῶνα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 471. ΙΙ. μονομάχος, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ μονομαχεῖν, θέα μονομάχων Λουκ. Δημώνακτ. βίος, 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 1058, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μονομάχος, -ον Α ιων. τ. μουνομάχος)
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. άτομο που μονομαχεί εναντίον άλλου
αρχ.
1. αυτός που μάχεται μόνος εναντίον άλλου επίσης μόνου (α. «μονομάχοι προστάται», Αισχύλ.
β. «μονομάχον ἐπὶ φρένα ἠλθέτην», Ευρ.
γ. «μονομάχῳ δορί», Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. (στην αρχαία Ρώμη) αιχμάλωτος ή δούλος που μονομαχούσε στο θέατρο με ανθρώπους ή άγρια θηρία προς τέρψη τών θεατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μάχος (< μάχομαι)].

Greek Monotonic

μονομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι),·
I. αυτός που μάχεται μόνος εναντίου μόνου, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. μονομάχος, , επαγγελματίας μονομάχος, σε Λουκ.

Middle Liddell

μονο-μᾰ́χος, ον μάχομαι
I. fighting in single combat, Aesch., Eur.
II. μονομάχος, a gladiator, Luc.