νοόπληκτος

From LSJ
Revision as of 14:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοόπληκτος Medium diacritics: νοόπληκτος Low diacritics: νοόπληκτος Capitals: ΝΟΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: noóplēktos Transliteration B: nooplēktos Transliteration C: noopliktos Beta Code: noo/plhktos

English (LSJ)

ον, palsying the mind, μέθη AP6.71 (Paul. Sil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe ou trouble la raison.
Étymologie: νόος, πλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

νοόπληκτος: туманящий разум (μέθη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νοόπληκτος: -ον, ὁ τὸν νοῦν παραλύων, μέθη Ἀνθ. Π. 6. 71.

Greek Monolingual

νοόπληκτος, -ον (Α)
αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιό-πληκτος, φρενό-πληκτος].

Greek Monotonic

νοόπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που παραλύει τον νου, που πλήττει το μυαλό, σε Πλάτ.

Middle Liddell

νοό-πληκτος, ον, πλήσσω
palsying the mind, Anth.