παρακλίντωρ

From LSJ
Revision as of 15:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακλίντωρ Medium diacritics: παρακλίντωρ Low diacritics: παρακλίντωρ Capitals: ΠΑΡΑΚΛΙΝΤΩΡ
Transliteration A: paraklíntōr Transliteration B: paraklintōr Transliteration C: paraklintor Beta Code: parakli/ntwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, = παρακλίτης, AP9.257 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 483] ορος, ὁ, = παρακλίτης, Apollds. 11 (IX, 257).

Russian (Dvoretsky)

παρακλίντωρ: ορος ὁ Anth. = παρακλίτης.

Greek (Liddell-Scott)

παρακλίντωρ: -ορος, ὁ, = παρακλίτης, Ἀνθ. Π. 9. 257.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον άλλο, δηλ. ο συμποσιαζόμενος, ο φιλοξενούμενος («παρακλίντορας ἔκτανεν ἄνδρας», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακλίνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. σημάν-τωρ)].

Greek Monotonic

παρακλίντωρ: -ορος, ὁ = παρακλίτης, σε Ανθ.

Middle Liddell

παρακλίντωρ, ορος, ὁ, = παρακλίτης, Anth.]