προσεξελίσσω

From LSJ
Revision as of 15:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεξελίσσω Medium diacritics: προσεξελίσσω Low diacritics: προσεξελίσσω Capitals: ΠΡΟΣΕΞΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: prosexelíssō Transliteration B: prosexelissō Transliteration C: prosekselisso Beta Code: proseceli/ssw

English (LSJ)

unrol besides: of soldiers, wheel them half-round, Plb.6.40.13.

German (Pape)

[Seite 760] noch dazu auseinander wickeln, entwickeln, ein taktischer Ausdruck, Pol. 6, 40, 13.

French (Bailly abrégé)

développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.
Étymologie: πρός, ἐξελίσσω.

Russian (Dvoretsky)

προσεξελίσσω: воен. сверх того совершать разворот, развертывать (sc. τοὺς στρατιώτας Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προσεξελίσσω: ἐξελίσσω προσέτι· ἐπὶ στρατιωτῶν, ἐπιτάσσω αὐτοῖς ἑλιγμὸν πρὸς δεξιὰ ἢ ἀριστερά, Πολύβ. 6. 40, 13.

Greek Monolingual

Α
1. εκτυλίσσω, αναπτύσσω επί πλέον
2. (σχετικά με στρατιώτες) διατάζω ελιγμό προς τα δεξιά ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν σύστημα λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξελίσσω «ξετυλίγω, (για στρατό) εκτελώ στρατιωτικές ασκήσεις»].

Greek Monotonic

προσεξελίσσω: μέλ. -ξω, εξελίσσω επιπλέον· λέγεται για στρατιώτες, επιτάσσω, διατάζω αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. ξω
to unrol besides: of soldiers, to wheel them half-round, Polyb.