προσπάθεια
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, A passionate attachment, πρός τι γένος ἀκρασίας Dicaearch.1.10; defined as ἐπιθυμία δεδουλωμένη, Andronic. Rhod. p.572 M.; written προσπαθία, Phld.D.1.14 (pl.); ἄνευ προσκλίσεως καὶ προσπαθείας S.E.P.1.230; γενομένους ἐν π. Heraclit.Incred.16; προσπαθείας <ἕνεκα> Zos.Alch.p.118 B. II in later Philos., clinging of the soul to the body and its passions, Porph.Sent.28; ἡ πρὸς τὸ σῶμα π. ib.29; ἡ θνητὴ π. Hierocl.in CA 3p.425M., cf. M.Ant. 12.3.
German (Pape)
[Seite 776] ἡ, Leidenschaft für eine Person oder Sache, leidenschaftliche Zuneigung zu Etwas, πρός τινα oder πρός τι, Sp., neben πρόσκλισις S. Emp. pyrrh. 1, 230. – Bei den Akademikern der dem Wahrscheinlichen ertheilte Beifall.
Russian (Dvoretsky)
προσπάθεια: (πᾰ) ἡ склонность, пристрастие (ἄνευ προσκλίσεως καὶ προσπαθείας Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
προσπάθεια: ἡ, ἡ μετὰ πάθους ἀφοσίωσις, συμπάθεια, σφοδρὰ μετὰ πάθους ἐπιθυμία, προσωποληψία, Κλήμ. Ἀλ. 128· πρός τι Δικαίαρχ. σ. 143 Fuhr· σαρκικαὶ πρ. Κλήμ. Ἀλ. 880· ἴδε Gatak εἰς Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. § 4· ἄνευ προσπαθείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 230.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και προσπαθία Α προσπαθής
νεοελλ.
1. η πνευματική ή η σωματική ενέργεια που συνοδεύεται από ζήλο και έντονη δραστηριότητα, η ταυτόχρονη ένταση τών σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την επίτευξη ενός σκοπού («καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να πετύχει στις εξετάσεις»)
2. απόπειρα, δοκιμή (α. «έγινε μια ακόμη προσπάθεια προσέγγισης τών δύο πλευρών για την κατάπαυση του πολέμου» β. «ο ακοντιστής απέτυχε και στις τρεις προσπάθειες»)
μσν.-αρχ.
1. (με κακή ή καλή σημ.) προσήλωση ή αφοσίωση με πάθος σε κάποιον ή σε κάτι ή και έντονη επιθυμία για κάποιον ή για κάτι («προσπάθειαι αἱ σαρκικαί», Κλήμ. Αλ.)
2. κλίση, ροπή προς κάτι
3. μεροληψία
4. (φιλοσ.) η προσήλωση της ψυχής στο σώμα και στα πάθη του.