συνεγκλίνω
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
[ῑ], in Pass., A collapse completely, D.S.3.26. II Act., write as an enclitic, Sch.Th.1.11: hence συνεγκλῐτικός, ή, όν, enclitic, Hdn.Gr.1.551, cf. AB1142.
German (Pape)
[Seite 1010] mit od. zugleich einbiegen, neigen. – Bei den Gramm. = als Encliticum mit zurückgeworfenem Accent schreiben.
Russian (Dvoretsky)
συνεγκλίνω: (ῑ) Diod. v.l. = συνεκκλίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνεγκλίνω: [ῑ], κλίνω ἢ κάμπτω πρός τι ὁμοῦ, ἴδε συνεκκλίνω. ΙΙ. γράφω ὁμοῦ ὡς ἐγκλιτικόν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 11· συνεγκλιτικός, ή, όν, Α. Β. 1142.
Greek Monolingual
Α
1. γράφω ως εγκλιτικό
2. μέσ. συνεγκλίνομαι
κλίνω ή κάμπτομαι προς μια κατεύθυνση μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγκλίνω / -ομαι «αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη, κλίνω, κάμπτω»].