ἀπόστημα

From LSJ
Revision as of 18:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόστημα Medium diacritics: ἀπόστημα Low diacritics: απόστημα Capitals: ΑΠΟΣΤΗΜΑ
Transliteration A: apóstēma Transliteration B: apostēma Transliteration C: apostima Beta Code: a)po/sthma

English (LSJ)

ατος, τό, A distance, interval, ἀ. τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Arist.Cael.294a4; τῶν σφαιρῶν Id.Metaph.1073b33, cf. Phld.Sign.9, etc.; ἐξ ἀ. θεωρεῖσθαι Epicur.Ep.2p.39U.; ὅπλα τὰ ἐξ ἀ. λεγόμενα Ascl.Tact.1.2. 2 degree of descent from an ancestor, τοῖς ἀ. πρὸς τοὺς γονεῖς παντοδαπῶς ἔχειν Arist.EN1100a26. 3 abscess, Hp. Aph.7.36, Arist.Pr.885b31, Thphr.Od.59.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 distancia τῶν ἄστρων Simp.in Cael.471.4 (= Anaximand.A 19), τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Arist.Cael.294a4, τῶν σφαιρῶν Arist.Metaph.1073b33, cf. Phld.Sign.9.18, 30, Eudox.Fr.10, Plu.2.935d, Hero Aut.24.2
ἐξ ἀποστήματος a distancia θεωρούμενα Epicur.Ep.[3] 91, cf. Ascl.Tact.1.2
ἐν ἀποστήματι a distancia συνεῖχεν Plb.1.9.4, cf. 3.95.6.
2 grado de alejamiento en la descendencia τοῖς ἀποστήμασι πρὸς τοὺς γονεῖς παντοδαπῶς ἔχειν Arist.EN 1100a26
alejamiento, cosa alejada del hombre con respecto a las leyes del cosmos, M.Ant.2.16, 4.29.
3 en medic. absceso, apostema ἀπόστημα προσδέχου ἐσόμενον ἔξω Hp.Aph.7.36, cf. Arist.Pr.885b31, Thphr.Od.59, Gal.17(1).958, PMich.660.8 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 327] τό, 1) Abstand, Entfernung, Arist. Eth. Nic. 1, 10, 5; Pol. 1, 9; ἐξ ἀποστήματος, aus der Ferne, 10, 30, 7. – 2) Absonderung; bei den Medic. Geschwür, Absceß.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 éloignement, distance ; intervalle;
2 apostème, abcès.
Étymologie: ἀφίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόστημα: ατος τό
1) дальность, расстояние (τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Arst.);
2) разница: τοῖς ἀποστήμασι πρός τινα ἔχειν Arst. во многом отличаться от кого-л.;
3) нарыв, язва (ἰξίαι καὶ τὰ ἄλλα ἀποστήματα Arst.; перен., бран. ἀ. πόλεως Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόστημα: τό, διάστημα, διάλειμμα, ὡς τὸ ἀπόστασις Ι. 3, ἀπ. τοῦ ἡλίου πρὸς τὴν γῆν Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 9· τῶν ἄστρων ὁ αὐτ. Μεταφ. 11. 8,11· τοῖς ἀποστήμασι πρὸς τοὺς γονεῖς παντοδαπῶς ἔχειν, ἐν σχέσει πρὸς χρονικὸν διάστημα ἢ κατ’ ἄλλους πρὸς ἠθικὴν ἑτεροιότητα καὶ ἀπόστασιν ἐκ τῶν προγονικῶν ἠθῶν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 4 (ἔκδ. Κοραῆ σ. 15 καὶ 220). 2) ἀπόστημα, κυρίως μετὰ πυρετόν, Ἱππ. Ἀφ. 1259, πρβλ. Ἀριστ. Πρβλ. 6. 3, Θεοφρ. Ἀποσπ. 4. 61.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἀπόστημα) αφίστημι
συλλογή πύου σε κοιλότητα που σχηματίζεται από την εξέλιξη μιας φλεγμονής
αρχ.
απόσταση, διάστημα.

Greek Monotonic

ἀπόστημα: -ατος, τό (ἀφίσταμαι), τοπική απόσταση, ενδιάμεσο διάστημα, διάλειμμα, χρονική απόσταση· τοῖς ἀποστήμασιν πρὸς τοὺς γονεῖς, σε σχέση προς το χρονικό διάστημα, ή ως προς την ηθική απόσταση ή την απομάκρυνση από τα πατροπαράδοτα έθιμα, σε Αριστ.

Middle Liddell

[ἀφίσταμαι]
distance, interval, τοῖς ἀπ. πρὸς τοὺς γονεῖς in point of intervals, in relation to one's parents, Arist.