ἀρρενοκοίτης

From LSJ
Revision as of 18:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενοκοίτης Medium diacritics: ἀρρενοκοίτης Low diacritics: αρρενοκοίτης Capitals: ΑΡΡΕΝΟΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: arrenokoítēs Transliteration B: arrenokoitēs Transliteration C: arrenokoitis Beta Code: a)rrenokoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, sodomite, homosexual, AP9.686; (ἀρσενοκοίτης) 1 Ep.Cor.6.9.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρενοκοίτης: и NT ἀρσενοκοίτης 2 masculorum concubitor Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενοκοίτης: -ου, ὁ, ὁ μετὰ ἀρρένων αἰσχρουργῶν, Ἀνθ. Π. 9. 686, Εὐσ.· ὡσαύτως ἀρσενοκοίτης Διογ. Λ. 6. 65 (ἔνθα ἴδε Μενάγ.), Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. Ϛ΄, 9: - Τὸ ῥῆμα ἀρρενοκοιτέω ἐν Χρησμ. Σιβυλλ.· οὐσιαστ. ἀρρενοκοιτία, ἡ, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀρρενοκοίτης, ο (Α)
ο αρσενοκοίτης.