ἄλειαρ

From LSJ
Revision as of 18:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

German (Pape)

[Seite 91] ατος, τό ἀλέω), Mehl, bes. Weizenmehl, Hom. einmal, Od. 20, 108 ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα; – vgl. ἄλευρον.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
farine de froment.
Étymologie: ἀλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἄλειαρ: ατος (ᾰλ) τό мука, преимущ. пшеничная (ἄλφιτα καὶ ἀλείατα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄλειαρ: -ατος, τό, ποιητ. (ἀλέω), ἄλευρον κυρίως ἐκ σίτου ἀπαντᾷ μόνον κατὰ πληθ. ἀλείατα, τά: ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, Ὀδ. Υ.108, πρβλ. ἄλευρον.

Greek Monolingual

ἄλειαρ (-ατος), το (Α)
συνήθως στον πληθ. τά ἀλείατα
αλεύρι από σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος τ. ἄλεαρ (< ἄλε-Fαρ < ἀλῶ «αλέθω»), με μετρική έκταση
επίσης και ο τ. του πληθ. ἀλείατα < παράλληλος τ. ἀλέατα (< ἀλέ-Fατα), με μετρική έκταση].