ἄδμητος

From LSJ
Revision as of 18:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄδμητος Medium diacritics: ἄδμητος Low diacritics: άδμητος Capitals: ΑΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: ádmētos Transliteration B: admētos Transliteration C: admitos Beta Code: a)/dmhtos

English (LSJ)

η, ον, poet. for ἀδάματος, in Hom. only in fem. and of cattle, A unbroken, βοῦν ἦνιν . . ἀδμήτην, ἣν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ Il.10.293, Od.3.383; ἵππον . . ἑξέτε' ἀδμήτην Il.23.266; ἡμίονον ib.655. 2 unwedded, of maidens, παρθένῳ ἀδμήτῃ h.Ven.82, cf. 133, A.Supp.149; of Artemis, τὰν αἰὲν ἀδμήταν S.El.1239 (lyr.); of Atalanta, τῆς πρόσθεν ἀ. Id.OC1321.

German (Pape)

[Seite 36] η, ον, dasselbe, Hom. nur accus. sing. fem., ἡμίονος Il. 23, 655, βοῦς 10, 293 Od. 3, 383, ἵππος Iliad. 23, 266; unvermählt, Aesch. Suppl. 140; Ἄρτεμις Soph. El. 1231 O. C. 1323.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 indompté;
2 vierge.
Étymologie: , δάμνημι.

Russian (Dvoretsky)

ἄδμητος: (только f)
1) неприрученный, неукрощенный (βοῦς, ἵππος, ἡμίος Hom.);
2) девственная, незамужняя (παρθένος HH, Aesch.; Ἄρτεμις Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄδμητος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀδάματος, παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ θηλ. καὶ ἐπὶ κτηνῶν, ἀδάμαστος, βοῦν ἦνιν ... ἀδμήτην, ἣν οὔπω ὑπὸ ζυγόν ἤγαγεν ἀνήρ, Ἰλ. Κ. 293, Ὀδ. Γ. 383· ἵππον ... ἑξέτε ‘ἀδμήτην, βρέφος ... κυέουσαν, Ἰλ. Ψ. 266· ἡμίονον ... ἑξέτε’ ἀδμήτην, ἥ τ’ ἀλγίστη δαμάσασθαι, αὐτόθι 655. 2) ὡς τὸ ἀδμής, ἀνύπανδρος, ἐπὶ νεανίδων, παρθένῳ ἀδμήτῃ, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 82· πρβλ. 133, Αἰσχύλ. Ἱκ. 149· περὶ τῆς Ἀρτέμιδος· τὰν αἰὲν ἀδμήταν, Σοφ. Ἠλ. 1239, περὶ τῆς Ἀταλάντης, τῆς πρόσθεν ἀδμήτης, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1321. ΙΙ. Ἄδμητος, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα, Ὅμ., κτλ.

English (Autenrieth)

unbroken, not yet brought under the yoke.

Greek Monotonic

ἄδμητος: -η, -ον,
1. ποιητ. αντί ἀδάματος· στον Όμηρ. μόνο σε θηλ. και μόνο για ζώα, αχαλιναγώγητος, αδάμαστος· βοῦν ἀδμήτην, ἣν οὔπω ὑπὸ ζυγόν, ἤγαγεν ἀνήρ, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην, στον ίδ.
2. όπως το ἀδμής, λέγεται για νεαρές παρθένους, ανύπαντρη, άγαμη, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

poet. for ἀδάματος
1. in Hom. only in fem. and of cattle, unbroken, βοῦν ἀδμήτην, ἢν οὔ πω ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἀνήρ Il.; ἵππον ἑξέτε' ἀδμήτην Il.
2. like ἀδμής, unwedded, of maidens, Hhymn.