ἐπιρρητορεύω

From LSJ
Revision as of 19:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρητορεύω Medium diacritics: ἐπιρρητορεύω Low diacritics: επιρρητορεύω Capitals: ΕΠΙΡΡΗΤΟΡΕΥΩ
Transliteration A: epirrētoreúō Transliteration B: epirrētoreuō Transliteration C: epirritoreyo Beta Code: e)pirrhtoreu/w

English (LSJ)

A declaim over, τί τινι Luc.Hist.Conscr.26; τι κατά τινος Ach.Tat.8.8. II. introduce besides, τοὺς ἐπιλογικοὺς οἴκτους Ath.13.590e.

French (Bailly abrégé)

débiter sur un ton de rhéteur, déclamer.
Étymologie: ἐπί, ῥητορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρητορεύω: ораторствовать, декламировать, разглагольствовать (τοιαῦτα καὶ τοσαῦτά τινι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρητορεύω: ῥητορεύω ἐπί τινος, ἐπάνω εἴς τινα, ὃς τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἐπερρητόρευσεν αὐτῷ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26· τι κατά τινος Ἀχ. Τάτ. 8. 8. ΙΙ. εἰσάγω πρὸς τούτοις ὡς ῥητορικὸν ἐπίλογον, Ἀθήν. 590Ε.

Greek Monolingual

ἐπιρρητορεύω (Α) ρητορεύω
1. ρητορεύω, μιλώ για κάτι
2. προσθέτω στο τέλος του ρητορικού μου λόγου.

Greek Monotonic

ἐπιρρητορεύω: μέλ. -σω, ρητορεύω πάνω σε ένα θέμα, τί τινι, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω
to declaim over, τί τινι Luc.