ἐπισυλλαμβάνω
From LSJ
English (LSJ)
= ἐπικυΐσκομαι, Orib.22.7.2, Sor.1.23.
French (Bailly abrégé)
c. ἐπικυΐσκομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυλλαμβάνω: Arst. = ἐπικυΐσκομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυλλαμβάνω: ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― ἐπισύλληψις, εως, ἡ, = ἐπικύησις, Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.
Greek Monolingual
ἐπισυλλαμβάνω (Α)
συλλαμβάνω έμβρυο ενώ είμαι ήδη έγκυος.