ἑξάπεδος

From LSJ
Revision as of 20:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξάπεδος Medium diacritics: ἑξάπεδος Low diacritics: εξάπεδος Capitals: ΕΞΑΠΕΔΟΣ
Transliteration A: hexápedos Transliteration B: hexapedos Transliteration C: eksapedos Beta Code: e(ca/pedos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, six feet long, Hdt.2.149, IG14.352.1.62 (Halaesa).

Spanish (DGE)

-ον
de seis pies de largo ἡ ὀργυίη Hdt.2.149, πόθοδος ἑ. ποτὶ τὸ Ἀδρανιεῖον IGDS 196.1.62 (Halesa II a.C.), ἑ. πλευρά Theol.Ar.35.

German (Pape)

[Seite 870] sechsfüßig, Her. 2, 149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long de six pieds.
Étymologie: ἕξ, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ἑξάπεδος: размером в шесть подов (греч. футов) (ок. 1.85 м) Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάπεδος: -ον, ἔχων μῆκος ἓξ ποδῶν, Ἡρόδ. 2. 149, Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 1. 62, πρβλ. ἑξάπους ΙΙ.

Greek Monolingual

ἑξάπεδος, -ον και ἑξάπεζος, -ον (Α)
αυτός που ἔχει μήκος έξι ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + πέζα (δωρικός τ.) «πόδι, πους»].

Greek Monotonic

ἑξάπεδος: -ον (πούς), αυτός που έχει μήκος έξι πόδες, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἑξά-πεδος, ον adj πούς
six feet long, Hdt.