ἔμπα
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
v. ἔμπας.
Spanish (DGE)
v. ἔμπας.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἔμπας.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπα: adv. Pind., Soph. = ἔμπας.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπᾰ: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾱς.
Greek Monolingual
(I)
ἔμπα (Α)
επίρρ. βλ. έμπας.
(II)
το
1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος
2. είσοδος, θύρα
3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)
4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.
Greek Monotonic
ἔμπᾰ: επίρρ., βλ. ἔμπᾱς.