ὀξύφωνος

From LSJ
Revision as of 21:38, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠφωνος Medium diacritics: ὀξύφωνος Low diacritics: οξύφωνος Capitals: ΟΞΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: oxýphōnos Transliteration B: oxyphōnos Transliteration C: oksyfonos Beta Code: o)cu/fwnos

English (LSJ)

ον, shrillvoiced, piercing (cf. ὀξύς 11.3), Telest.5; of the nightingale, S.Tr.963 (lyr.), Babr.12.3; with high-pitched voice, γυναῖκες Alex.Aphr.Pr.1.97 : Comp. -ότερος Arist.HA538b13, GA787b9.

German (Pape)

[Seite 355] mit heller, hoher Stimme; ἀηδών, Soph. Trach. 959; Arist. physiogn. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix aiguë, claire ou sonore.
Étymologie: ὀξύς, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύφωνος: звонкий (ἀηδών Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύφωνος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν, διαπεραστικὴν φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος (πρβλ. ὀξὺς ΙΙ. 3), Τελέστ. 6, Σοφ. Τρ. 959· συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7, κἑξ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξύφωνος, -ον)
αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνήὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος
ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο
αρχ.
αυτός που έχει λεπτή φωνή («τὰ θήλεα ὀξυφωνότερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος].

Greek Monotonic

ὀξύφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει διαπεραστική φωνή, φωνή που τρυπάει τα αφτιά, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὀξύ-φωνος, ον, φωνή
sharp-voiced, thrilling, Soph.