ὑπνώσσω
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
Att. ὑπνώττω, to be sleepy or drowsy, ἄγαν ὑπνώσσεις A.Eu. 121, cf. 124, Hp.Epid.7.11 (v. ὑπνόω ΙΙ), Pl.R.534c, Arist.PA653a14, Gal.4.436, 439: simply, sleep, E.Or.173 (lyr.), Cyc.454 (where Herm. ὑπνώσσῃ for -ώσῃ): metaph., φόβῳ δ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ my heart knows not sleep, A.Th.288 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1207] att. -ττω, schläfrig od. schlaftrunken sein, schlafen, Aesch. Eum. 119. 121; übertr., φόβῳ δ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ, ruhen, Spt. 269; Eur. Or. 173; Plat. Rep. VII, 534 c.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
sommeiller, être endormi ou assoupi.
Étymologie: ὕπνος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπνώσσω: атт. ὑπνώττω
1) быть как во сне, быть сонливым Aesch., Plat. etc.;
2) спать Eur.: φόβῳ οὐχ ὑ. Aesch. не знать покоя от страха.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπνώσσω: Ἀττ. -ττω, εἶμαι ὑπνηλὸς ἢ νυσταλέος, ἄγαν ὑπνώσσεις Αἰσχύλ. Εὐμ. 121, πρβλ. 124, Πλάτ. Πολ. 534C· ἁπλῶς κοιμῶμαι, Εὐριπ. Ὀρ. 173, Κύκλ. 454 (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. ὑπνώσσῃ ἀντὶ -ώσῃ)· - μεταφορ., φόβῳ δ’ οὐχ ὑπνώσσει κέαρ Αἰσχύλ. Θήβ. 287.
Greek Monolingual
Ν
βλ. υπνώττω.
Greek Monotonic
ὑπνώσσω: Αττ. -ττω (ὕπνος), είμαι υπνηλός ή νυσταλέος, σε Αισχύλ., Πλάτ.· απλώς, κοιμάμαι, σε Ευρ.
Middle Liddell
attic -ττω ὕπνος
to be sleepy or drowsy, Aesch., Plat.: simply, to sleep, Eur.