ὑπαντάω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
Ion. ὑπαντ-έω APl.4.101: fut. A -ήσομαι J.AJ1.20.1, A.D. Synt.149.15, S.E.M.10.61: aor. -ήντησα Plu.Arat.34, Dor. -άντᾱσα Pi.P.8.59:—come or go to meet, either as a friend, X.Cyr.3.3.2; or in arms, ib.1.4.22, 4.2.17; εἰς τὰς ὁδοὺς ὑ. Hyp.Eux.22, cf. SIG798.21 (Cyzicus, i A. D.); ὑ. τινί Pi. l. c., X.Cyr.6.3.15, Ev.Matt.8.28, etc.; ὑ. τῇ πόλει πρὸς τὴν χρείαν Plu. l. c.; πρὸς τὸ [βῆμα] POxy.1630.15 (iii A. D.): also c. gen., ἀνδρῶν ἀγαθῶν παιδὸς ὑ. S.Ph.719 (anap., s.v.l.): —in App.BC5.45, the acc. ὄντα (sic codd., ὄντι Schweigh., Mendelss.) refers to σε κατιόντα ὁρῶν just before:—later in Med., ὑπαντώμενος αὐτοῖς Hdn.2.5.5, cf. 3.11.3, 5.4.5, etc. 2 meet, encounter, of a heavenly body, Ptol.Tetr.132. II metaph., meet, i. e. agree to, ταῖς τιμαῖς Posidon.36 J.; present oneself at, τῇ ἀποδόσει Sammelb. 6.23 (iii A. D.); πρὸς τὴν ἀπόδοσιν BGU614.23 (iii A.D.). 2 meet, i.e. reply or object to, τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασι E.Supp.398 (s. v.l., v. ὕπαντα) ; πρός τινα or τι S.E.M.10.105, etc.; πρός τι ὑ. ὡς . . A.D. Synt.265.4: abs., εὐαρεστήσεως ὑπαντησομένης come in response, ensue, Herod.Med.in Rh.Mus.58.85, cf. 100. 3 occur to one, τῷ ῥήτορι Longin.16.4. 4 fall in with, ἀνωμαλίᾳ S.E.M.1.6; correspond with, A.D.Conj.232.23.
German (Pape)
[Seite 1182] entgegenkommen od. -gehen, begegnen; τινί, ὑπάντασέ τ' ἰόντι Pind. P. 8, 59; τινός, Soph. Phil. 710; übertr., erwidern, einwenden, ὑπαντᾷ τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν, Eur. Suppl. 398; absol., Xen. Cyr. 4, 2, 17 u. öfter. – Bei Sp., wie Hdn., auch im med., in derselben Bdtg, vgl. Lob. Phryn. 288.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ὑπαντήσομαι, ao. ὑπήντησα, etc.
1 aller à la rencontre de, rencontrer : τινι, τινος qqn;
2 avec idée d’hostilité marcher à la rencontre de.
Étymologie: ὑπό, ἀντάω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαντάω: (fut. ὑπαντήσομαι, aor. ὑπήντησα - дор. ὑπάντᾱσα)
1) идти навстречу (τινι Pind., Xen. и τινος Soph.);
2) спешить на помощь (τῇ πόλει Plut.);
3) воен. нападать, атаковать (οἱ πολέμιοι ὑπαντῶντες Xen.);
4) упреждать, предупреждать, предвосхищать (ὑ. τοῖς βουλεύμασί τινος Eur.);
5) возражать (πρός τι Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαντάω: Ἰων. -έω· μέλλ. -ήσομαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 61· ἀόρ. -ήντησα. Ἔρχομαι ἢ ὑπάγω εἰς ὑπάντησίν τινος εἴτε ὡς φίλος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 2· εἴτε ὡς πολέμιος, αὐτόθι 1. 4, 22., 4. 2, 17· ὑπ. εἰς τὰς ὁδοὺς Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππου 34· ‒- ὑπ. τινι Πινδ. Π. 8. 84, Ξεν., κλπ.· ὑπ. τῇ πόλει πρὸς τὴν χρείαν Πλουτ. Ἄρατ. 34· -‒ ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀνδρῶν ἀγαθῶν παιδὸς ὑπ. Σοφ. Φιλ. 719· -‒ ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 45, ἡ αἰτ. ὄντα (ἂν τηρηθῇ ἡ γραφὴ αὕτη, ‒ ἕτεροι ὄντι) ἀναφέρεται εἰς τὸ ὀλίγον ἀνωτέρω σε κατιόντα ὁρῶν· -‒ παρὰ μεταγεν. καὶ ἐν τῷ μέσῳ, ὑπαντώμενος αὐτοῖς Ἡρῳδιαν. 2. 5, πρβλ. 3. 11., 5. 4, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., συναντῶ, δηλ. συμφωνῶ εἴς τι, ταῖς τιμαῖς Ποσειδών. παρ᾿ Ἀθην. 213Β. 2) ἀποκρίνομαι ἢ φέρω ἀντίρρησιν, ἀντιλέγω, τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασι Εὐρ. Ἱκέτ. 398· πρός τινα ἢ τι Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 10. 105, κλπ. 3) ἐπέρχομαι εἴς τινα, εἰς τὸν νοῦν τινος, τῷ ῥήτορι Λογγῖνος 16. 4. 4) συναντῶ, τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 68.
English (Slater)
ὑπαντάω meet c. dat. ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ (sc. Ἀλκμᾶνα), γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντᾶσεν ἰόντι (byz.: ὑπαντίασεν codd.) (P. 8.59)
English (Strong)
from ὑπό and a derivative of ἀντί; to go opposite (meet) under (quietly), i.e. to encounter, fall in with: (go to) meet.
English (Thayer)
ὑπάντω: 1st aorist ὑπήντησα; to go to meet, to meet: τίνι, L T Tr WH in T Tr WH in T in WH marginal reading but without the dative)); in a military reference, of a hostile meeting: L T Tr WH. (Pindar, Sophocles, Euripides, Xenophon, Josephus, Plutarch, Herodian, others.)
Greek Monotonic
ὑπαντάω: Ιων. -έω· μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ -ήντησα·
I. έρχομαι ή πηγαίνω να συναντήσω κάποιον είτε σαν φίλος είτε σαν εχθρός, τινί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης με γεν., σε Σοφ.
II. μεταφ., συναντώ, απαντώ, αποκρίνομαι σε ή αντιλέγω, αντιτίθεμαι σε, τινί, σε Ευρ.
Middle Liddell
ionic -έω fut. -ήσομαι aor1 -ήντησα
I. to come or go to meet, either as a friend or in arms, τινί Xen., etc.:—also c. gen., Soph.
II. metaph. to meet, reply or object to, τινί Eur.
Chinese
原文音譯:Øpant£w 虛普-安他哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:下到-交換
字義溯源:迎接,迎著,遇見,相對;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(ἀντί)*=相對)組成。參讀 (ἀπαντάω)同義字
出現次數:總共(5);太(1);路(1);約(3)
譯字彙編:
1) 迎接(2) 約11:30; 約12:18;
2) 去迎接(1) 約11:20;
3) 遇見(1) 路8:27;
4) 迎著(1) 太8:28