ὑφαλμυρίζω

From LSJ
Revision as of 22:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφαλμῠρίζω Medium diacritics: ὑφαλμυρίζω Low diacritics: υφαλμυρίζω Capitals: ΥΦΑΛΜΥΡΙΖΩ
Transliteration A: hyphalmyrízō Transliteration B: hyphalmyrizō Transliteration C: yfalmyrizo Beta Code: u(falmuri/zw

English (LSJ)

to be or taste somewhat salt, Id.1.14, Plu.2.669b.

French (Bailly abrégé)

être un peu salé.
Étymologie: ὑπό, ἁλμυρός.

Russian (Dvoretsky)

ὑφαλμῠρίζω: иметь солоноватый вкус: τὰ ὑφαλμυρίζοντα μετρίως τῶν σιτίων Plut. умеренно соленые кушанья.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφαλμῠρίζω: εἶμαι ὑφάλμυρος, ἔχω γεῦσιν ὀλίγον ἁλμυράν, ἔστι δὲ (ὁ ἀδάρκης) ἐπίπαγος ὑφαλμυρίζων Διοσκ. 5. 137, Πλούτ. 2. 669Β.

Greek Monolingual

ὑφαλμυρίζω, ΝΑ, και υφαρμυρίζω Ν
(αμτβ.) είμαι κάπως αλμυρός, έχω αλμυρή γεύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἁλμυρίζω.