ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
[Seite 439] ἡ, Dornstrauch, Pind. Ol. 6, 54.
βατία: ἡ, =βάτος, θάμνος ἀκανθώδης, Πίνδ. Ο. 6.90.
βᾰτία: ἡ Pind. = βάτος I.
-ας, ἡict. raya Plin.HN 32.77, 145, Hsch.s.u. βατίδες.