αἱρεσιομάχος
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ον, fighting for a sect, Ph.2.84.
Spanish (DGE)
-ον
que lucha por una secta o herejía Ph.2.84, Didym.M.39.741C.
Greek (Liddell-Scott)
αἱρεσιομάχος: -ου, ὁ. ὑπὲρ αἱρέσεώς τινος μαχόμενος, Φίλων 2, 84.