δήμαρχος
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
ὁ, at Athens, A chief official of a δῆμος, Ar. Nu.37, Lys.Fr.184S., D.50.6, Lexap.eund.43.58, Arist.Ath.21.5; also at Cos, Inscr.Cos 344,al.; at Chios, Schwyzer687C1. b at Naples, one of the chief magistrates of the city, Str.5.4.7; at Eretria, IG12(9).189.24(iv B. C.). 2 at Rome, = Lat. tribunus plebis, Plb. 6.12.2, D.H.6.89, Plu.Cor.7, etc.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. δαμαρχος TC 13.2 (p.10), 14.16 (p.11) (ambas Cos III a.C.)
1 demarco, jefe o presidente de demo en el Ática, Ar.Nu.37, Fr.500, Pherecr.182, IG 13.258.2 (V a.C.), 78.8, 21 (Eleusis V a.C.), 248.32 (Ramnunte V a.C.), Lys.Fr.148S., Ath.Agora 19.L13.14, IG 22.1183.19 (ambas IV a.C.), SEG 28.103.23 (Eleusis IV a.C.), SEG 34.103.27 (Halas IV a.C.), D.43.58, 44.37, 50.6, Arist.Ath.21.5, 54.8, IG 22.949.6, 31 (Eleusis II a.C.), Harp.
• en Tesalia IG 9(2).1111.7, cf. 1112.6 (Magnesia, heleníst.), en Calimna TC ll.cc., en Cos IC 9.9 (imper.), en Eretria IG 12(9).90.2, 189.23, 34 (ambas IV a.C.), en Panamara ὁ ἐνεστὼς δ. IStratonikeia 6.13 (II a.C.), 8.10 (II a.C.?).
2 sent. dud., demarco prob. magistrado principal equiv. al arconte aten. SEG 16.485.12 (Quíos VI a.C.)
• demarco, jefe del pueblo principal magistrado municipal en Nápoles, Str.5.4.7, Spart.Hadr.19.1.
3 demarco, jefe de pueblo o aldea en Egipto, equiv. al κωμάρχης en época ptol., Hdt.3.6
• tb. en Licia en época imper. τὴν δὲ ἐπιμέλειαν τῶν κωμητικῶν θυσιῶν ποεῖσθαι τοὺς ... δημάρχους SEG 38.1462.80, cf. 82 (Enoanda II d.C.)
• gener. jefe del pueblo φαμὲν τὸν Ἰακὼβ πατέρα εἶναι τῶν δώδεκα πατριαρχῶν, κακείνους τῶν δημάρχων Origenes Princ.4.3.7.
4 tribuno de la plebe en Roma Plb.3.87.8, SIG 601.2 (Teos II a.C.), 611.1 (Delfos II a.C.), D.S.12.25, I.AI 19.234, Str.14.6.6, D.H.6.89, Plu.Cor.7, Fab.9, Aem.31, App.Pun.112, SEG 31.1300.10 (Faselis II d.C.), IEphesos 3029.18 (II d.C.), ἡ ἐξουσία τῶν δημάρχων D.H.9.47, D.C.42.20.3, δ. κανδιδᾶτος IGR 3.172 (Ancira, imper.), δήμου Ῥωμαίων δ. IG 5(1).1172 (Gitio II d.C.)
• δ. = con potestad tribunicia en una titulatura imperial IG 5(2).303.3 (Mantinea II d.C.).
German (Pape)
[Seite 561] ὁ, Beherrscher eines δῆμος, z. B. in Aegypten, Vorsteher eines Distrikts, Her. 3, 6. Bes. 1) in Athen, der Vorsteher eines δῆμος, nach Klisthenes (vorher ναύκραροι), Dem. 43, 57; über seine Geschäfte vgl. Harpocrat. Er trieb auch die Schulden der einzelnen Bürger an den δῆμος ein, u. pfändete aus, Ar. Nubb. 37. – 2) in Rom, Volkstribun, Plut., z. B. Coriol. 6 u. A.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
propr. chef du peuple :
1 en Égypte chef ou gouverneur d'un district;
2 à Athènes chef ou président d'un dème;
3 à Rome tribun du peuple.
Étymologie: δῆμος, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δήμαρχος -ου, ὁ [δῆμος, ἄρχω] hoofd van de deme, demarch. in Rome volkstribuun.
Russian (Dvoretsky)
δήμαρχος: ὁ
1) (в Аттике), демарх, глава дема, Lys., Arst., Dem.;
2) (в Египте), начальник или глава округа Her.;
3) (в Риме), народный трибун (лат. tribunus plebis) Polyb., Plut., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
δήμαρχος: ὁ, ὁ διοικῶν τὸν λαόν, ἑπομένως, 1) ἐν Ἀθήναις, ὁ πρόεδρος ἑνὸς δήμου, ὅστις διηύθυνε τὰς ὑποθέσεις αὐτοῦ, ἐφύλαττε τοὺς καταλόγους ἢ βιβλία καὶ ὑπεχρεοῦτο νὰ ἐκβιάζῃ τὴν εἴσπραξιν φόρων τινῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 37, Λυσίας παρ’ Ἁρπ., Δημ. 1208. 5, Νόμ. αὐτ. 1069· ἐν παλαιοτέροις καιροῖς ὁ ἀντιστοιχῶν πρὸς τὸν ἐν λόγῳ ἄρχοντα ἐκαλεῖτο ναύκραρος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 359, B öckh Ath. Staatsh. 2. 281 κἑξ. 2) ἐν Ρώμῃ, ὁ tribunus plebis, Διον. Ἁλ. 6. 89, Πλούτ. Κορ. 7, κτλ.
Greek Monolingual
ο (AM δήμαρχος)
νεοελλ.
1. ο αιρετός άρχοντας του δήμου
2. φρ. α) «από δήμαρχος κλητήρας» — για όσους ξέπεσαν οικονομικά ή ηθικά ή υποβιβάστηκαν στην ιεραρχία του κλάδου τους
β) «τα παράπονα σου στον δήμαρχο», οι διαμαρτυρίες σου και τα παράπονα δεν με ενδιαφέρουν
μσν.
(Βυζάντιο) ο αρχηγός καθενός από τους δήμους, τών Βενετών και τών Πρασίνων
αρχ.
1. (στην Αθήνα) άρχοντας του δήμου που κληρωνόταν από τη συνέλευση τών δημοτών για ετήσια θητεία (ομοίως σε Χίο, Κω, Ερέτρια)
2. (στη Νεάπολη) ένας από τους άρχοντες της πόλης
3. (στη Ρώμη) δήμαρχοι
οι αρχηγοί τών πληβείων (tribuni plebis), δύο αρχικά, που αυξήθηκαν μετά σε πέντε κι αργότερα σε δέκα
[«πάντες ὑποτάττοντας... τούτοις (τοῖς ὑπάτοις), πλὴν τῶν δημάρχων»].
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -αρχος].
Greek Monotonic
δήμαρχος: ὁ, κυβερνήτης του λαού,
1. στην Αθήνα, δήμαρχος, άρχοντας ενός δήμου, ο οποίος διαχειριζόταν τις υποθέσεις του δήμου, σε Αριστοφ., Δημ.
2. στη Ρώμη, δήμαρχος, δημεγέρτης των πληβείων, σε Πλούτ.
Middle Liddell
1. a governor of the people:
1. at Athens, a demarch, the president of a δῆμος, who managed its affairs, Ar., Dem.
2. at Rome, a tribune of the plebs, Plut.