σύγκολλος
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ον, (κόλλα) glued together, βάρη Nic.Fr.78:—mostly in Adv. συγκόλλως, in accordance with, ἐμοί A.Supp.310; σ. ἔχειν to agree, Id.Ch.542; σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι App.Anth.7.6: also neuter plural as adverb, λόγος σύγκολλα . . τεκταίνεται S.Fr.867.
German (Pape)
[Seite 969] (durch Leim) fest verbunden; übertr., zusammenpassend, καὶ ταῦτ' ἔλεξας πάντα συγκόλλως ἐμοί, Aesch. Suppl. 310; Ch. 535; συγκόλλως auch Aenigm. 8 (App. 117).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
collé ensemble ; fig. qui s'accorde ou se rapporte exactement.
Étymologie: σύν, κόλλα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκολλος -ον, Att. ook ξύγκολλος [σύν, κόλλα] alleen adv. συγκόλλως in overeenstemming met, met dat.; σ. ἔχειν in overeenstemming zijn Aeschl. Ch. 542.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. συνδεδεμένος με κόλλα, συγκολλημένος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σύγκολλα
σύμφωνα με κάτι άλλο.
επίρρ...
συγκόλλως Α
1. σύμφωνα με κάτι άλλο, ταιριαστά
2. φρ. «συγκόλλως ἔχω» — συμφωνώ, συναινώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. πρόσ-κολλος].
Greek Monotonic
σύγκολλος: -ον (κόλλα), κολλημένος, συγκολλημένος· επίρρ., συγκόλλως ἔχειν, σε απόλυτη αρμογή, συμφωνία με, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκολλος: -ον, (κόλλα) συγκεκολλημένος, βάρη Νικ. Ἀποσπ. 9· ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐπιρρ., συγκόλλως. συμφώνως, ἐν συμφωνίᾳ πρός..., τινὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 310· σ. ἔχω, συμφωνῶ, συναινῶ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 542· σ. κολλᾶν τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. παράρτ. 117· ― ὡσαύτως οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., λόγος σύγκολλα... τεκταίνεται Σοφ. Ἀποσπ. 746.
Middle Liddell
σύγ-κολλος, ον, κόλλα
glued together: adv., συγκόλλως ἔχειν to fit exactly, Aesch.