θεῖος
English (LSJ)
(A), θεία, θεῖον: late Ep. θέειος Procl.H.2.16; θεήϊος Bion Fr.15.9; late Aeol. θήϊος Epigr.Gr.989.4 (Balbilla); Lacon. σεῖος (v. infr. 1.3): Comp. and Sup. θειότερος, θειότατος, freq. in Pl., Phdr.279a, Mx. 244d, al.: (θεός): 1 of the gods or from the gods, divine, γένος Il.6.180; ὀμφή 2.41; Ὄνειρος ib.22; ἐπιπνοίαις A.Supp.577, cf. Pl.R.499c; μάστιξ A. Pr.682; μανία S.Aj.611 (lyr.); νόσος ib.185 (lyr.) (but θεία νόσος, of a dust-storm, Id.Ant.421); κίνδυνοι And.1.139; θ. τινὶ μοίρᾳ by divine intervention, X.HG7.5.10; θείῃ τύχῃ γεγονώς Hdt.1.126; θείῃ τύχῃ χρεώμενος Id.3.139; θείᾳ κἀπόνῳ τύχῃ, of an easy death, S.OC1585; ἐκ θ. τύχης Id.Ph.1326; ἔμαθε ὡς θ. εἴη τὸ πρῆγμα Hdt.6.69; ὁ θεῖος νόμος Th.3.82; φύσις θ. SIG1125.8 (Eleusis), cf. 2 Ep.Pet.1.4; appointed of God, βασιλῆες Od.4.691; σκῆπτρον given by God, S.Ph.139 (lyr.); v. infr. 2. 2 belonging to a god or sacred to a god, holy, ἀγών, χορός, Il.7.298, Od. 8.264; under divine protection, πύργος, δόμος, Il.21.526, Od.4.43; of heralds and bards, Il.4.192, Od.4.17, al.; so perhaps, of kings, ib. 691. 3 more than human, of heroes, Ὀδυσσεύς Il.2.335, al., Cratin. 144.4 (lyr.); θ. ἀνήρ Pi.P.6.38, A.Ag.1548 (lyr.), Pl.R.331e, Men.99d (esp. at Sparta (Lacon. σεῖος), Arist.EN1145a29; ὦ θεῖε (in the mouth of a Spartan) Pl.Lg.626c); μετὰ σοῦ τῆς θείας κεφαλῆς Id.Phdr.234d, cf. Them.Or.9.128a, Lib.Or.19.66. b of things, excellent, θεῖον ποτόν Od.2.341, 9.205; ἁλὸς θείοιο Il.9.214; θ. πρήγματα marvellous things, Hdt.2.66; ἐν τοῖσι θειότατον Id.7.137. 4 = Lat. divinus (or sacer), Imperial, διατάξεις prob. in BGU473.5 (200 A.D.), etc.; θησαυροί PLips.62ii14 (iv A.D.); θ. ὅρκος oath by the Emperor, POxy.83.6 (iv A.D.), etc.; θειότατος, of living Emperors, Inscr.Prien.105.22 (9 B.C.), etc. b = Lat. divus, of deified Emperors, θ. Σεβαστός Edict.Claud. ap.J.AJ19.5.3, cf.Inscr.Perg.283 (iii A.D.), Lyd.Mag.2.3. II as substantive, θεῖον, τό, the Divinity, Hdt.1.32,3.108, al., A.Ch.958 (lyr.); τοῦ θ. χάριν Th.5.70; ἡμαρτηκότα εἰς τὸ θ. Pl.Phdr.242c. 2 in an abstract sense, divinity, κεκοινώνηκε… τοῦ θ. ib.246d; ἢ μόνον μετέχει τοῦ θ .... ἢ μάλιστα [ἄνθρωπος] Arist.PA656a8, etc.; κατὰ θεῖον or κατά τι θ., Aen.Gaz.Thphr.p.37 B., p.4 B. 3 θεῖα, τά, the acts of the gods, course of providence, S.Ph.452, etc.; τὰ θεῖα θνητοὺς ὄντας εὐπετῶς φέρειν S.Fr.585; τὰ θεῖα μὴ φαύλως φέρειν Ar.Av.961. b matters of religion, ἔρρει τὰ θεῖα religion is no more, S.OT910 (lyr.), cf. OC1537, X.Cyr.8.8.2, etc. c inquiries concerning the divine, Pl.Sph.232c; τὰ φανερὰ τῶν θείων, i.e. the heavenly bodies, Arist.Metaph.1026a18, cf. GA731b24, Ph.196a33 (Sup.), EN1141b1. III Adv. θείως = by divine providence, θ. πως X.Cyr.4.2.1, etc.; θειοτέρως = by special providence, Hdt.1.122; μᾶλλόν τι καὶ θειότερον ib.174. 2 divinely, excellently, εὖ γε καὶ θείως Pl.Tht.154d; θείως εἰρῆσθαι Arist.Metaph.1074b9.
(B), ὁ, A one's father's brother or one's mother's brother, uncle, E.IT930, Ar. Nu.124, And.1.18,117, Pl.Chrm.154b, Men.5 D., etc.; ὁ πρὸς μητρὸς θ. Is.5.10; πρὸς πατρός Ph.2.172. (Cf. τήθη.)
German (Pape)
[Seite 1192] ὁ, Oheim, Vater-, u. gew. Mutterbruder, wie Antiph. 1, 117; ὁ πρὸς μητρὸς θεῖος Is. 5, 10; vgl. Eur. I. T. 930; Plat. Charm. 154 b Gorg. 471 b; Xen. Cyr. 1, 4, 9. α, ον, göttlich; – al göttliches Geschlechts, Ursprungs, von einer Gottheit abstammend, θεῖον γένος, Il. 6, 180; übh. von einem Gotte kommend, herrührend, ὀμφή 2, 41; θείᾳ μοίρᾳ, durch göttliche Fügung; θείαις ἐπιπνόαις Aesch. Suppl. 572, der sogar θείας Ἥρας sagt, 559; νόσος, von den Göttern verhängt, Soph. Ai. 185, wie μανία 605; παθήματα Phil. 192; σὺ γὰρ νοσεῖς τόδ' ἄλγος ἐκ θείας τύχης 1326; θείᾳ κἀπδνῳ τύχῃ O. C. 1581. So auch τὸ θεῖον Διὸς σκῆπτρον Phil. 139; ἔμαθε, ὡς θεῖον εἴη τὸ πρῆγμα, daß es von den Göttern herrühre, Her. 6, 69; ἔκ τινος θείας ἐπιπνοίας Plat. Rep. VI, 499 a. S. unten τὸ θεῖον. – bl unter göttlichem Schutze stehend, wie die Könige u. Sänger u. Herolde, Od. 4, 691 u. oft bei Hom.; auch ἅλς, πύργος, Il. 9, 214. 21, 526; einer Gottheit geweiht, heilig, ἀγών, χορός, 7, 298 Od. 8, 264; μοῦσα Soph. Tr. 639; ἅγνευμα Eur. El. 256. – c) bes. alles über die gewöhnlichen Kräfte des Menschen Hinausgehende, übermenschlich, übernatürlich, göttlich groß, stark, schön, übh. von jedem in seiner Art Vortrefflichen; von verschiedenen Helden; Hom. auch θεῖος ὑφορβός, Od. 16, 1; selbst von leblosen Dingen, θεῖον ποτόν, ein göttlicher Trank, Od.; ἀνήρ Pind. P. 6, 38, wie Aesch. Ag. 1527 u. A.; vgl. Plat. Men. 99 d καὶ αἵ γε γυναῖκες τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας θείους καλοῦσι, καὶ οἱ Λάκωνες, ὅταν τινὰ ἐγκωμιά ζωσιν ἀγαθὸν ἄνδρα, θεῖος ἀνήρ, φασίν, οὗτος; Legg. I, 626 c II, 666 d; θεῖος μάντις Soph. O. R. 298; τέθνηκε θεῖον Ἰοκάστης κάρα 1235; Ggstz τοῖς ἀνθρωπείοις καὶ τοῖς θείοις Plat. Conv. 187 e; λόγους θείους τε καὶ ἀνθρωπίνους Phaedr. 259 d. – Bes. τὸ θεῖον, das göttliche Wesen, die göttliche Vorsehung, wenn man von der Wirkung, der Macht der Götter spricht, ohne einen bestimmten Gott nennen zu können od. zu wollen, τὸ θεῖον πᾶν φθονερόν Her. 1, 32, τοῦ θείου ἡ προνοίη 3, 108; τοῦ θείου χάριν, des Gottesdienstes halber, Thuc. 5, 70; ὥς τι ἡμαρτηκότα εἰς τὸ θεῖον Plat. Phaedr. 242 c; vgl. noch Xen. Cyr. 4, 2, 15 Hell. 7, 5, 13 u. κατὰ τὸ θεῖον unter κατά; Plat. vrbdt auch τὸ δαιμόνιον καὶ τὸ θεῖον, Rep. II, 382 e; – τὰ θεῖα, göttliche, heilige, überirdische Dinge, τὰ θεῖα ζητεῖν, sich mit der Erforschung des Überirdischen beschäftigen, Xen. Cyr. 8, 8, 2; περὶ τῶν θείων ὅσ' ἀφανῆ τοῖς πολλοῖς Plat. Soph. 232 b. – Bei D. Cass. u. ε. Sp. ist θεῖος das röm. divus. – Comparat. θει ότερος, öfter Plat., z. B. δύναμις Crat. 397 c;Superl., εἰ πάντων τῶν βίων ἐστὶ θειότατος Phi. 33 c, öfter. – Adv. θείως, göttlich, εὖ γε καὶ θείως Plat. Theaet. 154 d; ἵνα θειοτέρως δοκιῃ τοῖσι Πέρσῃσι περιεῖναι, mehr durch eine göttliche Bestimmung, Her. 1, 122; durch eine göttliche Fügung, zufällig, θείως πως ἀφικνοῦνται Xen. Cyr. 4, 2, 1; Hell. 7, 5, 10.
French (Bailly abrégé)
1α, ον :
divin :
I. qui concerne les dieux, de nature divine : θεία ὀμφή IL voix divine ; θεῖον γένος IL race divine ; subst.
1 τὸ θεῖον la divinité ; au sens abstrait nature, volonté ou puissance divine;
2 τὰ θεῖα les choses divines, càd les actions divines, le culte des dieux, la religion;
II. d'origine divine : θεῖος ὄνειρος IL songe envoyé par les dieux ; μανία SOPH, νόσος SOPH folie, maladie envoyée par les dieux ; θεία μοῖρα XÉN intervention divine ; θεῖον πρῆγμα HDT événement où se marque l'intervention divine ; particul. assigné par les dieux : θεία τύχη HDT sort divin ; θεῖος νόμος THC loi divine;
III. consacré aux dieux : ἀγών IL, χορός OD jeu, danse en l'honneur des dieux ; particul. placé sous la protection des dieux;
IV. p. ext. divin, extraordinaire, merveilleux, supérieur, excellent : θεῖοι βασιλῆες OD rois semblables aux dieux ; t. de respect excellent : θεία κεφαλή PLAT homme excellent ; θεῖος (lac. σεῖος) ἀνήρ PLAT à Sparte homme considérable;
Cp. θειότερος, Sp. θειότατος.
Étymologie: θεός.
2ου (ὁ) :
oncle paternel ou maternel.
Étymologie: R. Θε, nourrir ; cf. τήθη, τηθίς, etc.
Russian (Dvoretsky)
θεῖος:
I ὁ дядя Eur., Xen., Plat.: ὁ πρὸς μητρὸς θ. Isae. дядя по матери.
II лак. σεῖος 3 θεός
1) божественный (γένος, ὀμφή Hom.; αἰτίαι, νοῦς Arst.);
2) ниспосланный богом (ὄνειρος Hom.; νόσος, μανία Soph.);
3) врученный богом (σκῆπτρον Soph.);
4) определенный богами (τύχη Her., Plut.; νόμος Thuc.; μοῖρα Xen.);
5) отмеченный вмешательством богов (πρῆγμα Her.);
6) охраняемый богами или построенный богами, священный (πύργος, sc. Ἰλίου Hom.);
7) посвященный богам, совершаемый в честь богов (ἀγών, χορός Hom.);
8) достойный богов, великолепный (δόμος, sc. Μενελάου Hom.);
9) боговдохновенный (ἀοιδός Hom.);
10) богоподобный (βασιλῆες Hom.; οἱ θειώτατοι τῶν ἀνδρῶν Arst.): «σεῖος ἀνήρ», φασι, … ὅταν ἀγασθῶσι σφόδρα του Arst. «богоподобный муж», говорят (лаконцы), … когда очень уважают кого-л.;
11) хранимый богами или чтящий богов, т. е. благочестивый, честный (ὑφορβός Hom.): τέθνηκε θεῖον Ἰοκάστης κάρα Soph. скончалась благородная Иокаста;
12) прекрасный, превосходный, замечательный (ἅλς, ποτόν Hom.);
13) (в обращении) дорогой, (мой) чудесный (ὦ θεῖε! Plat.): μετὰ σοῦ, τῆς θείας κεφαλῆς Plat. вслед за тобой, мой бесценный.
Greek (Liddell-Scott)
θεῖος: -α, -ον, Ἐπ. θέειος, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἄφρ. 2. 17· θεήϊος, Βίων 6. 9· Λακων. σεῖος, ἴδε κατωτ. Ι. 3· συγκρ. καὶ ὑπερθ. θειότερος, -ότατος, συχνὸν παρὰ Πλάτ. (θεός). 1) ἀνήκων εἰς τοὺς θεούς, ἐκ μέρους αὐτῶν, ἐσταλμένος ὑπὸ τῶν θεῶν, ἐξ αὐτῶν προερχόμενος, θεῖον γένος Ἰλ. Ζ. 180· ὀμφὴ Β. 41· ὄνειρος αὐτόθι 22· θείαις ἐπιπνοίαις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 576, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 499Β· θ. μάστιξ Αἰσχύλ. Πρ. 682· μανία Σοφ. Αἴ. 611· νόσος αὐτόθι 186 (ἀλλὰ θ. νόσος ἐπὶ καταιγίδος, ὁ αὐτ. Ἀντ. 421)· κίνδυνος Ἀνδοκ. 18. 15· θείᾳ τινὶ μοίρᾳ, σχεδὸν συνώνυμον τῷ θείως, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 1, Ἑλλ. 7. 5, 10· οὕτω, θείῃ τύχῃ γεγονὼς Ἡρόδ. 1. 126· θείῃ τύχῃ χρεόμενος ὁ αὐτ. 3. 139· θείᾳ κἀπόνῳ τύχῃ, ἡσύχῳ θανάτῳ, Σοφ. Ο. Κ. 1585· ἐκ θ. τύχης ὁ αὐτ. Φ. 1326· ἔμαθε ὡς θεῖον εἴη τὸ πρῆγμα Ἡρόδ. 6. 69· ὁ θ. νόμος Θουκ. 3. 82· ― ἐκ τοῦ Θεοῦ ὡρισμένος, βασιλῆες Ὀδ. Δ. 691· σκῆπτρον δεδομένον ὑπὸ τῶν θεῶν, Σοφ. Φ. 139· θεῖος προφάτας Βακχυλ. 8. 3 (ἔκδ. Blass)· ἴδε κατωτ. 2. 2) ἀνήκων ἢ ἀφιερωμένος εἰς θεόν, εἰς τιμὴν θεοῦ τινος γενόμενος, ἅγιος, ἱερός, ἀγών, χορὸς Ἰλ. Η. 298, Ὀδ. Θ. 264· διατελῶν ὑπὸ τὴν θείαν προστασίαν, πύργος, δόμος Ἰλ. Φ. 526, Ὀδ. Δ. 43· συχνάκις ἐπὶ κηρύκων καὶ ἀοιδῶν, Δ. 691, κτλ.· καὶ οὕτως ἴσως ἐπὶ βασιλέων, ἴδε ἀνωτ. 3) ὡς τὸ θεσπέσιος, ἱερός, Λατ. divinus, πᾶν τὸ ὑπεράνθρωπον, ἔκτακτος, θαυμαστός, ὅθεν ἐπὶ ἡρώων, οἷον τοῦ Ἡρακλέους, Ὀδυσσέως, κτλ., ὑπερανθρώπως ἰσχυρός, μέγας, ὡραῖος κτλ., Ὅμ.· καὶ ὡς ἁπλοῦν σημεῖον σεβασμοῦ, ἔξοχος, θεῖος ὑφορβὸς Ὀδ. Π. 1, κτλ.· οὕτως ἐπὶ οἴνου, θεῖον ποτὸν Β. 341· ἐπὶ ἅλατος (οὐχὶ ὡς ὄντος ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, διότι ἡ τοιαύτη χρῆσις δὲν εἶνε Ὁμηρική), Ἰλ. Ι. 214· οὕτω παρ’ Ἡροδ., θ. πρήγματα, θαυμάσια πράγματα, 2. 66· ἐν τοῖσι θειότατον, ἓν ἐκ τῶν θαυμαστοτάτων πραγμάτων (ἴδε ὁ, ἡ, τὸ Α. VIII. 7), 7. 137· - οὕτω παρ’ Ἀττ. ἔτι καὶ ἐν τῷ συνήθει λόγῳ, μετὰ σοῦ, τῆς θείας κεφαλῆς Πλάτ. Φαίδρ. 234D· ὦ θεία κεφαλὴ Λιβάν. 1. 652, κτλ.· καὶ ἐν Σπάρτῃ, θεῖος (ἢ μᾶλλον σεῖος) ἀνὴρ ἦτο τίτλος διακρίσεως, Πλάτ. Μένωνι 99D. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 3· οὕτως, ὦ θεῖε, ἐν χρήσει ἐκ μέρους τοῦ Σπαρτιάτου ἐν Πλάτ. Νόμ. 626C· πρβλ. ἠθεῖος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., θεῖον, τό, τὸ θεῖον πρόσωπον, ἡ θεότης, ὁ Θεός, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 1. 32., 3. 108, κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Χο. 958 (πρβλ. δῖος)· ὥσπερ κατὰ θεῖον Ἀριστοφ. Ἱππ. 147. 2) ἐπὶ ἀφηρημένης ἐννοίας, ἡ θεότης, ἡ θεία φύσις, κεκοινώνηκε... τοῦ θείου Πλάτ. Φαίδρ. 246D· ἢ μόνον μετέχει τοῦ θείου…, ἢ μάλιστα ὁ ἄνθρωπος Ἀριστ. Ζ. Μορ. 2. 10, 4, κτλ. 3) θεῖα, τά, θεῖα πράγματα, ἐνέργειαι καὶ ἰδιότητες τῶν θεῶν, ἡ πορεία τῆς θείας προνοίας, Σοφ. Φ. 452, Ἀποσπ. 521, Ἀριστοφ. Ὄρν. 961, Πλάτ. Σοφ. 232C, κτλ.· τὰ ὑπέργεια, τὰ ἱερά, τὰ θρησκευτικὰ πράγματα, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 2· ἔρρει τὰ θεῖα, ἡ θρησκεία ἔχει χάσει τὴν δύναμίν της, Σοφ. Ο. Τ. 910, πρβλ. Ο. Κ. 1537· τὰ ἀΐδια καὶ θεῖα Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 1, 2, κτλ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. θείως, κατὰ θεῖον τρόπον, κατὰ θείαν πρόνοιαν, ὡς τὸ θείᾳ μοίρᾳ (ἀνωτ. Ι. 1). Ξεν. Κύρ. 4. 2, 1, κτλ.· θειοτέρως Ἡρόδ. 1. 122· ὡσαύτως, μᾶλλόν τι καὶ θειότερον ὁ αὐτ. 1. 174. 2) θείως, ἐξόχως, λαμπρῶς, εὖ γε καὶ θ. Πλάτ. Θεαιτ. 154D· θείως εἰρῆσθαι, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 8, 21. IV. περὶ τοῦ συγκρ. Θεώτερος, ἴδε θεὸς ΙΙΙ.
English (Autenrieth)
(θεός): of the gods, god-like, sacred; of anything belonging or related to, given or sent by, the gods, γένος (the Chimaera), Il. 6.180 ; ὄνειρος, Il. 2.22; also of things consecrated to them or under their protection, χορός, Od. 8.264; κήρῦξ, Il. 4.192; ἀοιδός, Od. 1.336; then of persons, θεῖοι βασιλῆες, Od. 4.691; and even of things excellent in a high degree, ποτόν, Od. 2.341; δόμος, Od. 4.43.
English (Slater)
θεῖος
a divine Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον eagle (O. 2.88) “φὴρ θεῖος” Cheiron (P. 4.119) ἄστυ χρυσοθρόνου διανέμειν θεῖον Κυράνας (P. 4.261)
b god like ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos (P. 6.38)
Spanish
English (Strong)
from θεός; godlike (neuter as noun, divinity): divine, godhead.
English (Thayer)
θεία, θεῖον (Θεός) (from Homer down), divine: ἡ θεία δύναμις, φύσις (Diodorus 5,31), τό θεῖον, divinity, deity (Latin numen divinum), not only used by the Greeks to denote the divine nature, power, providence, in the general, without reference to any individual deity (as Herodotus 3,108; Thucydides 5,70; Xenophon, Cyril 4,2, 15; Hell. 7,5, 13; mem. 1,4,18; Plato, Phaedr., p. 242c.; Polybius 32,25, 7; Diodorus 1,6; 13,3; 12; 16,60; Lucian, de sacrif. 1; pro imagg. 13,17. 28), but also by Philo (as in mundi opff. § 61; de agric. 17; leg. ad Galatians 1), and by Josephus (Antiquities, 1,3, 4; 11,1; 2,12, 4; 5,2, 7; 11,5, 1; 12,6, 3; 7,3; 13,8, 2; 10,7; 14,9, 5; 17,2, 4; 20,11, 2; b. j. 3,8, 3; 4,3, 10), of the one, true God; hence, most appositely employed by Paul, out of regard for Gentile usage, in Acts 17:29.
Greek Monolingual
(I)
-α, -ο (AM θεῖος, α-, -ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος)
1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῖον γένος», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε θεό, ιερός («θεία λειτουργία»)
3. αυτός που έχει την προστασία του θεού ή τών θεών (α. «θείοι πατέρες» β. «θείων βασιλήων», Ομ. Οδ.)
4. αυτός που υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνάμεις, υπερφυσικός, τέλειος, έξοχος («θεῖος ἀνήρ», Πίνδ.)
5. το ουδ. ως ουσ. το θείο(ν)
α) η θεότητα, ο θεός
β) η θεία φύση
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεία
α) τα υπέργεια, τα μη εγκόσμια, τα ιερά και άγια
β) η θρησκεία («είναι αφοσιωμένος στα θεία»)
(μσν) φρ. «θεία ζωή» — η αιώνια ζωή
αρχ.
1. (παπ. και επιγρ.) αυτοκρατορικός («θεῖος ὅρκος» — ο όρκος που δινόταν από τον αυτοκράτορα)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ θεῖα
α) οι ενέργειες και ιδιότητες τών θεών
β) τα θρησκευτικά θέματα.
επίρρ...
θείως και θεία (AM θείως)
1. με θεϊκό τρόπο, με θεία πρόνοια
2. έξοχα, λαμπρά (α. «μίλησε θεία» β. «θείως εἰρῆσθαι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο-) + καταλ. -ιος.
ΠΑΡ. θειότης
αρχ.
θειάζω, θειόθεν, θειώ (Ι) θειώδης (Ι).
ΣΥΝΘ. Βλ. θειο-].
(II)
και θειος, θηλ. θεία και θεια (AM θεῖος, θηλ. θεία)
ο αδελφός ή η αδελφή του πατέρα ή της μητέρας, καθώς και οι σύζυγοι τους, αντίστοιχα
νεοελλ.
1. ο εξάδελφος ή η εξαδέλφη του πατέρα ή της μητέρας, καθώς και οι σύζυγοι τους, αντίστοιχα
2. (συν. σε συνεκφορά με γυναικείο όνομα ή επίθετο) προσφώνηση σε ηλικιωμένο άνθρωπο σε ένδειξη σεβασμού ή οικειότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη < θ. θη- + κατάλ. -ειος. Συγγενές ως προς το θ. με τους αναδιπλασιασμένους τ. τήθη «γιαγιά» και τηθίς «θεία». Κατά το λατ. pro-avus «προπάππος» δημιουργήθηκε μτγν. αρχ. ελλ. τ. πρό-θειος «θείος του πατέρα ή της μητέρας». Ο όρος θείος είναι γενικότερος από τους πάτρως «αδελφός του πατέρα» και μήτρως «αδελφός της μητέρας», που δηλώνουν επί πλέον και τον γονέα του οποίου ο θείος είναι αδελφός].
Greek Monotonic
θεῖος: -α, -ον, Επικ. θέειος, θεήϊος, Λακων. σεῖος, συγκρ. και υπερθ. θειότερος, -ότατος, θεώτερος, ως συγκρ. του θεὸς (θεός)·
I. 1. αυτός που αναφέρεται ή προέρχεται από τους θεούς, θεόσταλτος, αυτός που εκπορεύεται από αυτούς, θεϊκός, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· θεία νόσος, λέγεται για το σίφουνα, σε Σοφ.· θείᾳ τινὶ μοίρᾳ, μέσω θεϊκής παρέμβασης, σε Ξεν.· ομοίως, θείῃ τύχῃ, σε Ηρόδ.· διορισμένος από το θέο, εντεταλμένος του θεού, βασιλῆες, σε Ομήρ. Οδ.·
2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος στο θεό, που υπάρχει ή προσφέρεται προς τιμήν του, ιερός, σε Όμηρ.· αυτός που βρίσκεται υπό θεϊκή προστασία, δόμος, στον ίδ.· λέγεται για κήρυκες και αοιδούς, στον ίδ.
3. όπως το θεσπέσιος, ἱερός, Λατ. divinus, χρησιμοποιείται για οτιδήποτε υπεράνθρωπο, εξωπραγματικό, εξωκοσμικό· λέγεται για ήρωες, υπεράνθρωπα δυνατός, μεγάλος, όμορφος, μεγαλοπρεπής, ισχυρός, κ.λπ., σε Όμηρ.· και ως απλή ένδειξη σεβασμού, εξαιρετικός, θεῖοςὑφορβός, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, θεῖα πρήγματα, υπέροχα πράγματα, σε Ηρόδ.· ἐν τοῖσι θειότατον, ένα από τα πλέον θεσπέσια πράγματα, στον ίδ.· ομοίως, θεῖος (ή καλύτερα σεῖος) ἀνήρ, στη Σπάρτη, ήταν τίτλος διάκρισης, σε Πλάτ., Αριστ.
II. ως ουσ., θεῖον, τό, το Υπέρτατο Ον, το θείο πρόσωπο, ο θεός, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
2. θεῖα, τά, θεϊκές ενέργειες, πράξεις και ιδιότητες των θεών, η πορεία της θείας πρόνοιας, σε Σοφ., Αριστοφ., κ.λπ.· θρησκευτικό τυπικό, σε Ξεν.· ἔρρει τὰ θεῖα, η θρησκεία έχει χάσει τη δύναμή της, έχει ξεπεραστεί, σε Σοφ.
III. επίρρ., θείως, μέσω θεϊκής πρόνοιας, σε Ξεν.· θειοτέρως, μέσω ειδικής θεϊκής πρόνοιας, μέσω της θείας Οικονομίας, σε Ηρόδ.
• θεῖος: ὁ, ο αδερφός της μητέρας ή του πατέρα κάποιου, θείος, Λατ. patruus και avunculus, σε Ευρ., κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: uncle, fathers or mothers brother (Att.).
Derivatives: innovations are πρόθειος great-uncle (Laodicea; after proavus) and θεία f. aunt (pap.; for τηθίς, Schwyzer-Debrunner 31).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomat. *θη with suffix -ειος? Cf. reduplicated τήθη. - From θεῖος Ital. zio id..
Middle Liddell
θεῖος, ὁ,
one's father's or mother's brother, uncle, Lat. patruus and avunculus, Eur., etc.
θεῖος, η, ον [comp. and Sup. θειότερος, -ότατος, θεώτερος being comp. of θεός θεός
1. of or from the gods, sent by the gods, issuing from them, divine, Hom., Hdt., attic; θ. νόσος of a whirlwind, Soph.; θείᾳ τινὶ μοίρᾳ by divine intervention, Xen.; so, θείῃ τύχῃ Hdt.:— appointed of God, βασιλῆες Od.
2. belonging or sacred to a god, in honour of a god, holy, Hom.: under divine protection, δόμος Hom.; of heralds and minstrels, Hom.
3. like θεσπέσιος, ἱερός, Lat. divinus, of anything more than human, wondrous: of heroes, divinely strong, great, beautiful, etc., Hom.; and as a mere mark of respect, excellent, θεῖος ὑφορβός Od.; so, θ. πρήγματα marvellous things, Hdt.; ἐν τοῖσι θειότατον one of the most marvellous things, Hdt.; so, at Sparta, θεῖος (or rather σεῖοσ) ἀνήρ was a title of distinction, Plat., Arist.
II. as substantive, θεῖον, ου, τό, the Divine Being, the Divinity, Deity, Hdt., Aesch.
2. θεῖα, τά, divine things, the acts and attributes of the gods, the course of providence, Soph., Ar., etc.: religious observances, Xen.; ἔρρει τὰ θεῖα religion is out of date, Soph.
III. adv. θείως, by divine providence, Xen.; θειοτέρως by special providence, Hdt.
Frisk Etymology German
θεῖος: {theĩos}
Grammar: m.
Meaning: Onkel, Oheim (att.).
Derivative: Davon die späten Neubildungen πρόθειος Großoheim (Laodicea; nach proavus) und θεία f. Tante (Pap. u. a.; für τηθίς, Schwyzer-Debrunner 31).
Etymology: Grammatikalisiertes Lallwort aus (vokativischem?) *θη mit suffixalem -ειος erweitert (nach Schwyzer 193 für *θηος). Vgl. das reduplizierte τήθη. — Aus θεῖος ital. zio ib..
Page 1,658
Chinese
原文音譯:qe‹oj 帖衣哦士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:神(安置的)
字義溯源:似神的,神的,神性,神聖;源自(θεός)*=神)。參讀 (ἅγιος)同義字
出現次數:總共(3);徒(1);彼後(2)
譯字彙編:
1) 神聖(1) 彼後1:4;
2) 神聖的(1) 彼後1:3;
3) 神性(1) 徒17:29
English (Woodhouse)
divine, supernatural, concerning the gods
Translations
divine
Arabic: إِلٰهِيّ; Albanian: hyjnor; Belarusian: боскі, божы; Bengali: এলাহী; Bulgarian: божествен, божи; Catalan: diví; Chinese Mandarin: 神的; Czech: božský, boží; Danish: guddommelig; Dutch: goddelijk; Finnish: taivaallinen, jumalallinen, taivainen; French: divin, divine; Galician: divino; German: göttlich; Gothic: 𐌲𐌿𐌳𐌹𐍃𐌺𐍃; Greek: θεϊκός, θείος; Ancient Greek: θεῖος, θεῖος, σεῖος, θέειος, θεήϊος, θήϊος, θῇος, δῖος; Hebrew: אֱלֹהִי; Hindi: दैवीय; Hungarian: isteni; Icelandic: guðdómlegur; Indonesian: ilahi; Italian: divino, divina; Kazakh: иләһи; Latin: divinus, divus; Lithuanian: dieviškas; Macedonian: божествен, божји; Malay: tuhan, ketuhanan, ilahi, ilahiah; Manx: jeeoil, niauoil, flaunyssagh; Norwegian Bokmål: guddommelig; Nynorsk: guddommeleg, guddomleg; Occitan: divin; Old English: godcund; Polish: boski, boży; Portuguese: divino; Russian: божественный, божий; Sanskrit: दिव्य; Serbo-Croatian Cyrillic: божа̀нскӣ, бо̏жјӣ; Roman: božànskī, bȍžjī; Slovak: boží, božský; Slovene: božánski, božji; Sorbian Lower Sorbian: bóžy, bogojski; Spanish: divino; Swahili: -a kimungu; Swedish: andlig, gudomlig, helig, himmelsk; Tagalog: binathala, dibino, mabathala; Telugu: దైవ; Turkish: ilahi; Ukrainian: божественний, божий
uncle
Albanian: ungji, xhaxha, dajë; Amharic: ኣጎት; Arabic: عَمّ, خَال, زَوْجُ العَمّة, زَوْجُ الخالة; Armenian: հորեղբայր, քեռի; Assamese: খুৰা, বৰদেউতা, মোমাই; Asturian: tíu; Azerbaijani: əmi, dayı; Bakhtiari: کاکا; Baluchi: ناکو, ماما, کاکہ; Basque: osaba; Belarusian: дзядзька, дзядзя; Bengali: মামা, চাচা, ফুফা, খালু; Breton: eontr; Bulgarian: чичо, стрико, вуйчо, калеко, свако; Burmese: ဘကြီး, ဘထွေး; Catalan: oncle, tio, tiet; Central Dusun: mamai; Chechen: ваша; Cherokee: ᎡᏚᏥ; Chinese Cantonese: 伯伯, 叔叔, 姑丈, 舅父, 姨丈; Hakka: 阿伯, 阿叔, 阿舅, 母舅, 姑丈, 姨丈; Mandarin: 伯父, 伯伯, 叔父, 叔叔, 姑父, 姑丈, 舅父, 舅舅, 姨父, 姨丈, 姨夫; Min Dong: 依伯; Min Nan: 阿伯, 阿叔, 阿舅, 母舅, 阿丈, 姑丈, 姨丈; Teochew: 阿伯, 阿叔, 阿舅, 阿丈; Chinook Jargon: tot; Crimean Tatar: dayı; Czech: strýc; Dalmatian: naul; Danish: onkel, farbror, morbror; Dutch: oom, nonkel; Esperanto: onklo; Estonian: onu; Ewe: tɔgã, tɔɖe, wɔfa; Finnish: setä, setäpuoli, eno, enopuoli; French: oncle, tonton; Friulian: barbe; Galician: tío; Georgian: ბიძა, ძია, ბიძია; German: Onkel, Oheim; Gooniyandi: ngaboo; Greek: θείος; Ancient Greek: θεῖος, πάτρως, μήτρως; Gunwinggu: ngabba, ngadjadj; Haitian Creole: tonton, monnonk; Hawaiian: makua kāne, ʻanakala; Hebrew: דּוֹד; Hindi: चाचा, ताया, काका, मामा, अंकल; Hungarian: nagybácsi; Icelandic: föðurbróðir, móðurbróðir; Ido: onklulo; Indonesian: paman, om; Interlingua: oncle; Irish: uncail; Italian: zio; Japanese: 伯父; 伯父貴; 叔父, 叔父貴; Kabyle: zizi; Kashmiri: پیٔتٕر, پۄپھُو, مام, ماسُو; Kapampangan: bapa; Kazakh: немере аға, ağa, nağaşı; Khoekhoe: ǁnaosab; Korean: 아저씨, 삼촌; Krisa: tani baʼ, tani pung, wini; Kumyk: атасыны агъасы, анасыны агъасы, атасыны иниси, анасыны инеси; Kurdish Central Kurdish: مام, خاڵ; Northern Kurdish: mam, ap, xal; Lao: ລຸງ; Latgalian: dzedzeits; Latin: patruus, avunculus; Latvian: tēvocis, tēva brālis, mātes brālis; Lithuanian: dėdė; Macedonian: тетин, чичко, вујко, стрико; Malay: pakcik, bapa saudara; Malayalam: അമ്മാവന്, മാമന്, വല്യച്ചന്, ചെറിയച്ചന്; Maori: matua kēkē; Marathi: मामा, काका; Maricopa: nkwii; Melpa: apa; Meriam: bab; Middle English: uncle, em; Minangkabau: mamak; Mongolian: авга ах, нагац ах, авга эрэгтэй дүү, нагац эрэгтэй дүү; Montana Salish: smamáʔ; Mòcheno: barba; Nanai: эчэкэ, гусин; Navajo: adáʼí, ayáázh, abízhí, azhéʼéyázhí; Norman: aonclle, oncl'ye; North Frisian: Oom; Northern Ohlone: 'et̄e; Northern Sami: čeahci, eahki, eanu, máhka; Norwegian Bokmål: onkel, farbror, morbror; Occitan: oncle, quenque; Old English: fædera, ēam; Old French: oncle; Oromo: eessuma, wasiila; Pashto: تره, ماما; Pennsylvania German: Onkel; Persian: عمو, دائی, خالو, افدر, اودر, کاکا, کاکو; Pitjantjatjara: mama maḻatja, mama puḻka; Plautdietsch: Onkel; Polish: stryj pers, stryjek pers, wuj pers, wujek pers; Portuguese: tio; Quechua: qaka, kaka, kaku, yaya; Romani: kak; Romanian: unchi; Romansch: aug, barba; Russian: дядя, дядька, дядюшка; Rusyn: уйко; Sanskrit: मातुल, पितृव्य; Sardinian: tiu, ciu, tziu; Saterland Frisian: Oom; Scots: uncle, eme, mither-brither; Scottish Gaelic: bràthair-athar, bràthair-màthar, uncail; Serbo-Croatian Cyrillic: стриц, чичa, амиџа, тетак, течa, течо, ујак, даиџа; Roman: stric, čiča, amidža, tetak, teča, tečo, ujak, daidža; Seri: aaitz; Sicilian: ziu, zu; Sidamo: wosiila; Sinhalese: මාමා; Slovak: strýko; Slovene: stric; Sorbian Lower Sorbian: wujk; Southern Sierra Miwok: ka·ka·; Spanish: tío; Sundanese: amang, mamang; Swedish: onkel, farbror, fars svåger, ingift farbror, morbror, mors svåger, ingift morbror; Tagalog: tito, tiyo, tiyuhin; Talysh: عمو; Tamil:, பெரியப்ப, சிதப்ப; Thai: ลุง, อา, น้า; Tibetan: ཨ་ཞང, ཨ་ཁུ; Torres Strait Creole: ankel; Turkish: amca, dayı, enişte; Turkmen: aga, daýy; Tuvan: аккызы, даайы; Ukrainian: дядько; Urdu: چچا; Venetian: sio, zhio, barba; Vietnamese: bác, chú, cậu; Volapük: hiter, ziom; Welsh: ewythr, ewythredd; West Frisian: omme, omke; Yiddish: פֿעטער; Yámana: tanowa