μεγαλορρήμων

From LSJ
Revision as of 08:38, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλορρήμων Medium diacritics: μεγαλορρήμων Low diacritics: μεγαλορρήμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΡΡΗΜΩΝ
Transliteration A: megalorrḗmōn Transliteration B: megalorrēmōn Transliteration C: megalorrimon Beta Code: megalorrh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, talking big, LXX Ps.11(12).4, Men.Prot.p.11 D.; in good sense, magniloquent, Philostr.VA6.11. Adv. -όνως Poll.9.147.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλορρήμων: -ον, ὁ λέγων μεγάλους λόγους, ἀλαζών, ὑπερήφανος, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΑ΄, 3). ― Ἐπίρρ. -όνως, Πολυδ. Θ΄, 147· ― μεγᾰλορρημονέω, εἶμαι μεγαλορρήμων, καυχηματίας, Στράβ. 601· ― μεγαλορρημονία, ἡ, καύχησις, κομπορρημοσύνη, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1350· καὶ μεγᾰλορρημοσύνη, ἡ, Πολύβ. 39. 3, 1, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 3).

Greek Monolingual

-ον (Α μεγαλορρήμων, -ον)
αλαζόνας, κομπαστής, καυχησιολόγος
αρχ.
(με καλή σημασία) στομφώδης, πομπώδης.
επίρρ...
μεγαλορρημόνως (Α)
με κομπασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. κομπο-ρρήμων].