συμπλήρωσις
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
εως, ἡ, completion, τῆς εὐδαιμονίας Plb.5.90.4; ἐτῶν LXX 2 Ch.36.21; filling up, φρέατος Str.3.5.7; blocking of blood-vessels, Heliod. ap. Orib.47.14.4; συμπλήρωσις ἀπὸ πάντων aggregation of all... Longin.12.2.
German (Pape)
[Seite 988] ἡ, das Vollmachen, Ausfüllen, ἡ ξωθεν συμπλ. τῆς εὐδαιμονίας Pol. 5, 90, 4.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλήρωσις: ἡ, ἐντελὴς πλήρωσις, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 12· τῆς εὐδαιμονίας Πολύβ. 5. 90, 4· ἐτῶν Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΛϚ΄, 21)· σ. ἀπὸ πάντων, ἐντέλεια ἐν πᾶσι..., Λογγῖν. 12. 2.
Russian (Dvoretsky)
συμπλήρωσις: εως ἡ
1) заполнение Arst.;
2) доведение до конца, довершение (τῆς εὐδαιμονίας Polyb.).