νάφθα

From LSJ
Revision as of 10:40, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάφθᾰ Medium diacritics: νάφθα Low diacritics: νάφθα Capitals: ΝΑΦΘΑ
Transliteration A: náphtha Transliteration B: naphtha Transliteration C: naftha Beta Code: na/fqa

English (LSJ)

ἡ (τό, Eust.700.56), naphtha (Persian naft), Dsc.1.73, D.C. 36.3a:—also νάφθας, ὁ, Str.16.1.15; acc. νάφθαν LXX Da.3.64; gen. νάφθα Str.l.c., Plu.Alex.35.

German (Pape)

[Seite 234] ἡ u. τό, = Folgdm; Lob. Phryn. 438.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
indécl.
naphte, sorte de bitume.
Étymologie: DELG emprunt oriental.

Russian (Dvoretsky)

νάφθα: τό и νάφθας ἡ и ὁ indecl. (перс.) нефть Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νάφθᾰ: ἡ, τὸ «νέφτι» (Περσιστὶ naft), εἶδος διαφανοῦς καὶ εὐφλέκτου ἐλαίου λαμβανομένου ἐκ τῆς Βαβυλωνιακῆς ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 101· - ἀρσεν. ὀνομαστ. νάφθας ἀπαντᾷ παρὰ Στράβ. 743· καὶ οὐδ. νάφθα μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 700. 56, Σουΐδ.: γεν. τοῦ νάφθα Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Ἀλέξ. 35.

Greek Monolingual

η (Α νάφθα)
νεοελλ.
χημ.
1. κάθε πτητικό και πολύ εύφλεκτο μίγμα υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται είτε ως διαλύτης ή μέσον αραίωσης είτε ως πρώτη ύλη για την παραγωγή βενζίνης
2. το ακάθαρτο πετρέλαιο
αρχ.
είδος διαφανούς και εύφλεκτου ελαίου το οποίο λαμβάνονταν από τη βαβυλωνιακή άσφαλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει επιχειρηθεί η σύνδεσή του με την ιραν. ρίζα nab- «είμαι υγρός», το αβεστ. napta «υγρός», το περσ. naft «νάφθα» καθώς και με τα νέφος, λατ. Neptunus (< ΙΕ ρίζα nebh-), χωρίς όμως να αποκλείεται και η μη ΙΕ προέλευσή του. Ο λατ. τ. naphtha είναι δάνειο από την Ελληνική].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. n.
Meaning: petroleum (LXX, Str., Dsc.).
Other forms: -ας m.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.
Etymology: From NPers. naft petroleum which is of unknown origin. -- After Brandenstein OLZ 43, 345 ff. (with Herzfeld Arch. Mitt. aus Iran 9, 80ff.) from Iran. *nafta- from *nab- be wet; after B. further to IE *nebh- in νέφος, Neptunus etc. (doubtful). On meaning and further forms (Accad. napṭu) Forbes Mnem. 3: 4, 70f. Lat. LW [loanword] nap(h)tha.

Frisk Etymology German

νάφθα: {náphtha}
Forms: -ας m.
Grammar: f. n.,
Meaning: Erdöl (LXX, Str., Dsk. usw.).
Etymology: Aus npers. naft Erdharz, Erdöl unbekannten Ursprungs. — Nach Brandenstein OLZ 43, 345 ff. (mit Herzfeld Arch. Mitt. aus Iran 9, 80ff.) aus iran. *nafta- von *nab- feucht sein; nach B. weiterhin zu idg. nebh- in νέφος, Neptunus u.a.m. Über Bed. und weitere Formen (akkad. napṭu) Forbes Mnem. 3: 4, 70f. Lat. LW nap(h)tha.
Page 2,294