πάναγνος
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
= παναγής 1, ὄμμα Callistr.Stat. 10; κήρυκες Sch.Aeschin.1.20.
German (Pape)
[Seite 455] ganz keusch, rein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάναγνος: ὁ, ὅλως ἁγνός, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. 12. 10 Dind., Ἀμφιλ. 37Α, Δίδ. Ἀλ 452C, κλ . - Ἐπίρρ. πανάγνως, Ψευδο-Διον. Ἀρ. 436Α.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ πάναγνος, -ον)
πάρα πολύ αγνός, αγνότατος
το θηλ. ως ουσ. η πάναγνος
προσωνυμία της Θεοτόκου.
επίρρ...
πανάγνως (Α)
με πάναγνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἁγνός.
Léxico de magia
-ον completamente purificado del lugar de la práctica σχεδὸν δὲ <ὁ τόπος>, οὗ ποιεῖς, ἤτω π. que el lugar donde actúas esté siempre completamente purificado P VII 844