ὡρεῖον

From LSJ
Revision as of 06:56, 16 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρεῖον Medium diacritics: ὡρεῖον Low diacritics: ωρείον Capitals: ΩΡΕΙΟΝ
Transliteration A: hōreîon Transliteration B: hōreion Transliteration C: oreion Beta Code: w(rei=on

English (LSJ)

τό, storehouse, barn, granary, Lat. horreum, EM697.32, Gp.2.28 tit.

Greek (Liddell-Scott)

ὠρεῖον: τό, (ὠρεύω) οἴκημα φυλάκων, φυλακεῖον, φρούριον, Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 195· ἴδε Böckh σ. 408. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις, = τῷ Λατ. horreum, Achmes, Ὀνειρ. 272, Ἐτυμ. Μέγ. 197, 32, κτλ.· ὡσαύτως, ὥριον, Γεωπον. 2. 28· ― ἐντεῦθεν (ἐκ τῆς σημ. ΙΙ), ὡρειάρειος, ὁ, Λατ. horrearisu, φύλαξ σιτοβολίου, Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ.

German (Pape)

[Seite 1414] τό, Ort, wo reife Sommerfrüchte aufbewahrt werden, Scheuer, horreum, findet sich auch ὥῤῥειον u. ὥριον geschrieben, erst sehr Sp.

Greek Monolingual

(I)
και ὤριον και ὤρεον τὸ, ΜΑ
(κρητ. τ.) φρούριο, οὐρεῖον («ἐν τῷ ὠρέῳ Μιλίῳ», ΨΚωδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. του οὐρεῖον «φρούριο»].
(II)
και ὡρρεῖον, τὸ, ΜΑ
βλ. ορρείον.